Πολιτικά συμπεράσματα από τις εκλογές της 7ης Ιουλίου – Μέρος 2ο

Το ΚΙΝΑΛ (ΠΑΣΟΚ, ΚΙΔΗΣΟ κ.α) έλαβε ποσοστό 8,10%, 457.519 ψήφους και 22 έδρες, μένοντας ουσιαστικά στην ίδια εκλογική απήχηση σε σχέση με τις Ευρωεκλογές, κερδίζοντας μόλις 20.793 ψήφους. Ο υποτιθέμενα αριστερόστροφης λογικής αποκλεισμός από τα ψηφοδέλτια του πρώην αντιπροέδρου της κυβέρνησης Σαμαρά, Β. Βενιζέλου, αναιρέθηκε στην πράξη από την προεκλογική δήλωση της Φώφης Γεννηματά με την οποία προανήγγειλε την κοινοβουλευτική στήριξη μιας κυβέρνησης της Ν.Δ σε περίπτωση μη αυτοδυναμίας. Έτσι δεν υπήρξε το παραμικρό κίνητρο η αυξημένη αντι-Ν.Δ, αντιδεξιά ψήφος που εμφανίστηκε στην κάλπη της 7ης Ιουλίου να διοχετευθεί προς το ΚΙΝΑΛ.

[Source]

Όπως έδειξαν τα exit poll, οι ψηφοφόροι του ΚΙΝΑΛ είναι κυρίως ηλικιωμένοι, με το ποσοστό του στους συνταξιούχους να ανέρχεται σε 12,4%. Η εκλογική αντοχή του ΚΙΝΑΛ, παρά την τάση κατάρρευσης του ΠΑΣΟΚ που εμφανίστηκε στα χρόνια της κρίσης και των Μνημονίων, οφείλεται στις βαθιές ρίζες του παλιού ΠΑΣΟΚ στην ελληνική κοινωνία και στους γερούς τους δεσμούς με ένα ηλικιωμένο σήμερα, τμήμα κρατικών υπαλλήλων που διορίστηκαν τη δεκαετία του 1980 και μικρών ή μεσαίων αστών που ωφελήθηκαν από την αυξημένη διοχέτευση κρατικών και κοινοτικών κονδυλίων στην οικονομία εκείνη την περίοδο, αλλά και κατά τη περίοδο 1993-2000 που ξανακυβέρνησε το ΠΑΣΟΚ σε συνθήκες ισχυρής καπιταλιστικής ανάπτυξης.

Η πολυετής διαχείριση του αστικού κράτους και ιδιαίτερα η εισαγωγή από μια δική του κυβέρνηση των σκληρών Μνημονίων και της ταπεινωτική επιτροπείας της τρόικας στη χώρα έχουν διαρρήξει οριστικά τους δεσμούς του ΠΑΣΟΚ με τα πλατιά τμήματα της εργατικής τάξης και της νεολαίας, στους κόλπους της οποίας η απήχησή του σύμφωνα με το exit poll της 7ης Ιουλίου κινείται μόλις στο 3 με 4% (στους νέους από 17-24 ετών), στο μισό δηλαδή της πανελλαδικής εκλογικής του δύναμης. Το ΚΙΝΑΛ έχει οριστικά χάσει κάθε μαζικό εργατικό χαρακτήρα και έχει κρατήσει από το παλιό ΠΑΣΟΚ μόνο την προσήλωση στις αστικές πολιτικές. Μετά τη μετονομασία του είναι και τυπικά ένα κεντρώο και καθόλου αριστερό, αστικό κόμμα, που η κοινωνική και ηλικιακή του φυσιογνωμία το καθιστά θνησιγενές.

Η εύθραυστη πολιτική προοπτική του ΚΙΝΑΛ δοκιμάζεται ήδη από την επόμενη μέρα των εκλογών. Η ανακούφιση της Φ. Γενηματά από την επίτευξη αυτοδυναμίας της Ν.Δ που εξαφανίζει την πίεση προς το ΚΙΝΑΛ για τη συμμετοχή του σε μια συγκυβέρνηση υπό τον Κ. Μητσοτάκη, μετριάστηκε από τη συμμετοχή στη νέα κυβέρνηση δυο παλιών στελεχών του, του Μ. Χρυσοχοϊδη και της Σ. Μενδώνη, που ήδη διαγράφτηκαν από το το κόμμα. Όμως η πίεση στο ΚΙΝΑΛ δεν πρόκειται να σταματήσει εδώ.

Η Ν.Δ και η άρχουσα τάξη θα ζητήσουν πιεστικά από την ηγεσία του ΚΙΝΑΛ να συναινέσει στην κατάργηση του εκλογικού μοντέλου (της διαστρεβλωμένης παρ’όλα αυτά) απλής αναλογικής που εισήγαγε ο ΣΥΡΙΖΑ και στην επιβολή ενός εκλογικού νόμου ενισχυμένης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας για το πρώτο κόμμα και όχι μιας ήπια ενισχυμένης αναλογικής, όπως εκείνη που υποστηρίζει το ΚΙΝΑΛ.

Από την άλλη πλευρά, θα ενταθούν και οι πιέσεις από τον ΣΥΡΙΖΑ. Τα σχέδια του Α. Τσίπρα για τον «μετασχηματισμό» του ΣΥΡΙΖΑ σε «δημοκρατική παράταξη» περνούν μέσα από την επιτάχυνση της διαδικασίας «μεταγραφών» στελεχών από το ΚΙΝΑΛ και από την ίδια την αφομοίωση ενός τμήματός του. Η ισορροπιστική τακτική της Φ. Γενηματά ανάμεσα στις δύο πιέσεις δεν πρόκειται να αποδώσει και αργά ή γρήγορα, η ηγεσία του ΚΙΝΑΛ θα αναγκαστεί να κινηθεί ανοικτά προς μία κατεύθυνση, προκαλώντας διασπάσεις και κύμα φυγής στελεχών προς την αντίθετη.

ΜέΡΑ 25: Η εκλογική του επιτυχία και οι προοπτικές του

Το ΜέΡΑ 25 του Γιάννη Βαρουφάκη σημείωσε στις 7 Ιουλίου μια ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία μετά τις Ευρωεκλογές, όπου για λίγες δεκάδες ψήφους έμεινε εκτός Ευρωβουλής. Μπήκε στη Βουλή λαμβάνοντας ποσοστό 3,44%, 194.232 ψήφους και 9 έδρες. Σε σχέση με τις Ευρωεκλογές αύξησε το ποσοστό του κατά 0,45% και πήρε 24.597 ψήφους περισσότερες. Ωστόσο, ωφελήθηκε σε πολύ μικρό βαθμό από τις εκατοντάδες χιλιάδες νέες αντιδεξιές ψήφους που έπεσαν στην κάλπη σε σύγκριση με τις Ευρωεκλογές, από τις οποίες ωφελήθηκε αποφασιστικά κύρια για τους λόγους που ήδη εξηγήσαμε, μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ. Πλάι σε αυτούς του λόγους όμως, θα πρέπει να προσθέσουμε και κάποιους που συνδέονται με την πολιτική του ίδιου του ΜέΡΑ 25 και τις επιλογές του, στους οποίους θα αναφερθούμε πιο κάτω.

Το ΜέΡΑ 25 μπήκε στη Βουλή γιατί θυμίζει σ’ ένα τμήμα αριστερών εργαζόμενων και νέων τον παλιό αντιμνημονιακό ΣΥΡΙΖΑ, που είτε είχαν στηρίξει ενεργά μέχρι το μοιραίο καλοκαίρι του 2015, είτε – οι πολύ νεότεροι – είχαν κάποιες λίγες παραστάσεις από αυτόν και ιδιαίτερα από τις συγκρούσεις του υπουργού του, Γ. Βαρουφάκη με την τρόικα. Η εκλογική βάση του ΜέΡΑ περιλαμβάνει τμήματα κυρίως της εργαζόμενης διανόησης που έβγαλαν αριστερά αλλά συγχυσμένα και αντιφατικά πολιτικά συμπεράσματα από την ήττα του μαζικού αντιμνημονιακού κινήματος της προηγούμενης περιόδου και βλέπουν στον Γ. Βαρουφάκη το προφίλ ενός περιβεβλημένου με πανεπιστημιακό κύρος αριστερού τεχνοκράτη, που αντιστάθηκε στην τρόικα και δεν συνθηκολόγησε.

Ζήτημα-κλειδί για την εκλογική επιτυχία του ΜέΡΑ 25 είναι το ότι στο απαιτητικό αυτό πολιτικό ακροατήριο, που στοιχειωδώς κατανοεί πως δεν μπορεί να υπάρξει πραγματική λύση στα εργατικά και λαϊκά προβλήματα σε εθνικά πλαίσια και πως χρειάζεται ένα ευρύτερο, διεθνές πεδίο πάλης και επιδίωξης πολιτικών λύσεων ο Γ. Βαρουφάκης φαίνεται να παρέχει μια κάποια διεθνή πολιτική απάντηση, οργανώνοντας ένα πανευρωπαϊκό πολιτικό ρεύμα και προτείνοντας μια πανευρωπαϊκή λύση για την κρίση. Έτσι φαίνεται να παρέχει ένα υποκατάστατο (με τεράστια στην πραγματικότητα, απόσταση από τον γνήσιο) αριστερού, εργατικού διεθνισμού όταν η υπόλοιπη αριστερά στην πλειονότητά της εμφανίζεται συχνά να υποβαθμίζει το διεθνές πεδίο, υπερτονίζοντας το εθνικό.

Με το πρόγραμμά του ΜέΡΑ25 που έχει βασικό εμπνευστή φυσικά τον ίδιο τον Γ. Βαρουφάκη, η πολιτική σύγχυση των καλόπιστων αγωνιστών που αρχίζουν να τον ακολουθούν, αντί να διαλύεται, επιτείνεται. Αυτό είναι ένα (οριακά αριστερό) σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα, που επιχειρεί να πείσει ότι είναι εφικτή μια «ρεαλιστική ανυπακοή» και μια ήπια ρήξη με την τρόικα και την ελληνική άρχουσα τάξη, με σκοπό να κατακτηθεί με τη συναίνεση των δανειστών μια ηπιότερη, «ορθολογική» λιτότητα, με αναδιάρθρωση του χρέους, πιο φιλικές στην οικονομική ανάπτυξη ιδιωτικές τράπεζες (πάντα με κρατικές εγγυήσεις), με κοινωνική πολιτική και χαμηλότερους φόρους (συμπεριλαμβανομένων και εκείνων στους μεγάλους καπιταλιστές ως «κίνητρο για να επενδύσουν»). Στην ουσία του είναι ένα μόνο ένα πρόγραμμα μη ρήξης, με την έννοια ότι δεν σκοπεύει σε μια ρήξη με το σύστημα που γέννησε την κρίση, αλλά σε μια συμφιλίωση του εργαζόμενου λαού με αυτό το σύστημα ή ακριβέστερα με μια φανταστική, ουτοπική μορφή του, που μπορεί να υπάρξει μόνο στις κεϋνσιανές θεωρίες του εμπνευστή του.

Ο δε διεθνισμός στο πρόγραμμα του, εξαντλείται στην υποστήριξη μιας πιο κοινωνικής και δημοκρατικής Ε.Ε, αρνούμενος να αμφισβητήσει ακόμα και αυτούς τους ιμπεριαλιστικούς – γραφειοκρατικούς της μηχανισμούς και θεσμούς που έχουν επαρκώς αποδείξει στην πράξη ότι η φύση τους είναι ασυμβίβαστη με τα συμφέροντα και τα δικαιώματα του εργαζόμενου λαού. Κι όλα αυτά υπάρχουν στο πρόγραμμα ενός κόμματος του οποίου ο ηγέτης και ιδρυτής, πριν λίγα χρόνια ως υπουργός Οικονομικών είχε διαπιστώσει με την δική του πικρή πείρα τη μεγάλη έκταση της αντιδημοκρατικότητας, της διαφθοράς και του στυγνού, καταπιεστικού τους χαρακτήρα.

Παρ’ όλα αυτά, η εμφάνιση του ΜέΡΑ 25 προκάλεσε έναν ήπιο αρχικό ενθουσιασμό και ένα αυξημένο ενδιαφέρον για τις ιδέες του από δεκάδες χιλιάδες αριστερούς αγωνιστές, ως αποτέλεσμα της έλλειψης μιας ορατής αριστερής εναλλακτικής λύσης εξουσίας. Ωστόσο ο ήπιος αρχικός ενθουσιασμός για το ΜέΡΑ 25 μετριάστηκε από τις αντιφάσεις της κεντρικής πολιτικής του γραμμής στην προεκλογική περίοδο και τις επιλογές προσώπων για τα ψηφοδέλτια.

Η επιμονή του Γ. Βαρουφάκη να κρατά αποστάσεις από μια συγκεκριμένη ταξική αναφορά και να τοποθετείται από τη σκοπιά του «εθνικού καλού», το οποίο όπως δήλωσε μάλιστα (έστω ως ρητορικό σχήμα) θα μπορούσε να τον κάνει να «συνεργαστεί ακόμα και με τη Ν.Δ αν αυτή συμφωνούσε μαζί του», προβλημάτισε τους νέους υποστηρικτές του. Ταυτόχρονα, γνωστοί και μη εξαιρετέοι καριερίστες κάθε πολιτικής απόχρωσης, από παλιούς νεοφιλελεύθερους (Τ. Μίχας) μέχρι αριστερούς εθνικιστές (γελοιογράφος «Στάθης»), προσέτρεξαν στο ΜέΡΑ 25 για να βγουν βουλευτές, πολλαπλασιάζοντας έτσι, τις αντιφάσεις και την πολιτική σύγχυση που το χαρακτηρίζει, αλλά και τον προβληματισμό των μελών και των υποστηρικτών του. Αυτό αναμφίβολα αποτυπώθηκε εκλογικά με την ανακοπή της ανοδικής ορμής που εμφάνιζε το ΜέΡΑ 25 μετά τις Ευρωεκλογές και την αδυναμία του να επωφεληθεί αποφασιστικά από τις δεκάδες χιλιάδες νέες αντι-δεξιές ψήφους που έπεσαν στην κάλπη της 7ης Ιουλίου, παρότι λόγω του εκλογικού νόμου η είσοδος του ΜέΡΑ 25 στη Βουλή ταυτιζόταν με το ψαλίδισμα της αυτοδυναμίας της Ν.Δ, αφού μείωνε το συνολικό ποσοστό των εκτός Βουλής κομμάτων, που όσο ψηλότερο είναι τόσες περισσότερες έδρες δίνει στο πρώτο κόμμα. 

Μπορεί ο Γ. Βαρουφάκης και το ΜέΡΑ 25 να μην υιοθετούν συγκεκριμένες ταξικές αναφορές, αλλά η εκλογική απήχηση του κόμματος στις 7 Ιουλίου δείχνει με σαφήνεια την ταξική του βάση. Σε όλες τις εργατικές-λαϊκές περιφέρειες και Δήμους το ποσοστό του ΜέΡΑ 25 κυμαίνεται σταθερά πάνω από τον εθνικό του μέσο όρο, ενώ στις αστικής σύνθεσης περιφέρειες και Δήμους η επιρροή του είναι ίδια ή χαμηλότερη από αυτόν. Ιδιαίτερα υψηλή είναι η απήχησή του, όπως έδειξε το exit poll της 7ης Ιουλίου, στους νέους 17-24 ετών, με ένα αξιοσημείωτο ποσοστό 5,7%, ενώ αντίθετα στους συνταξιούχους το ποσοστό του είναι ασήμαντο, μόλις 1,7%.

Αυτή η ταξική και ηλικιακή σύνθεση της εκλογικής βάσης του ΜέΡΑ 25 φανερώνει ότι το κόμμα μπορεί να έχει μέλλον, ειδικά αν τονώσει την επαφή του με ριζοσπαστικοποιημένα τμήματα της νεολαίας και με την εργατική τάξη μέσα στα κινήματα που έρχονται. Αν αυτό συμβεί και στο βαθμό που μέσα στο νέο κόμμα θα καθιερωθούν πραγματικές δημοκρατικές διαδικασίες, πραγματικές τοπικές οργανώσεις, συνέδρια με δια ζώσης συζήτηση και διαδικασίες εκλογής και όχι η καρικατούρα τους, οι ηλεκτρονικές διαδικτυακές ψηφοφορίες, τότε το υπάρχον συμβιβαστικό με τον καπιταλισμό πρόγραμμα του ΜέΡΑ 25 και η σοσιαλδημοκρατική πολιτική που υπερασπίζει ο Γ. Βαρουφάκης, αναπόφευκτα θα τείνουν να αμφισβητηθούν.

Στον βαθμό που θα δημιουργείται ένα πραγματικό κόμμα με αριστερή, νεανική βάση, χιλιάδες απλοί αγωνιστές του ΜέΡΑ αναπόφευκτα θα αναζητήσουν πιο ριζοσπαστικές, αντικαπιταλιστικές και αληθινά μαρξιστικές απαντήσεις. Γι΄ αυτό, το κομμουνιστικό κίνημα και ο ισχυρότερος εκπρόσωπός του το ΚΚΕ, θα πρέπει να παρακολουθεί προσεκτικά τις διεργασίες στο ΜέΡΑ, να επιδιώκει να δημιουργεί μέσα στο εργατικό κίνημα και τη νεολαία σχέσεις διαλόγου και κοινής δράσης, όπου αυτό είναι εφικτό με τους αγωνιστές και τις οργανωμένες δυνάμεις του και ταυτόχρονα, επίμονα και υπομονετικά να εξηγεί τα λάθη και τα αδιέξοδα του προγράμματος και της πολιτικής του, αντιπαραβάλλοντας τα με ένα αληθινά επαναστατικό, αντικαπιταλιστικό, κομμουνιστικό πρόγραμμα.

Στο πλαίσιο μια τέτοιας σοβαρής στάσης είναι απαράδεκτη κάθε επανάληψη της εκτόξευσης συκοφαντιών και αστήρικτων προσωπικών επιθέσεων, του είδους ο «Βαρουφάκης είναι ο άνθρωπος του Σόρος» κ.λπ, οι οποίες εμφανίστηκαν στην προεκλογική περίοδο από τις δυνάμεις που τοποθετούνται στ’ αριστερά του ΜέΡΑ (δυστυχώς από αυτόν τον κανόνα στον οποίο πρωταγωνίστησαν στελέχη της ΛΑΕ, δεν ξέφυγε ούτε ο ίδιος ο γραμματέας του ΚΚΕ με σχετικές δημόσιες δηλώσεις του). Αυτή η τακτική έναντι του ΜέΡΑ προδίδει (εντελώς αδικαιολόγητα ειδικά για τους κομμουνιστές που έχουν το πλεονέκτημα να υπερασπίζουν μια επιστημονική επαναστατική κοσμοθεωρία) αμηχανία και αδυναμία πολιτικής και ιδεολογικής αντιπαράθεσης με τις φιλοκαπιταλιστικές πολιτικές συνταγές του Γ. Βαρουφάκη.

Ελληνική Λύση: μια ακόμα ακροδεξιά «λύση ευκαιρίας» για την άρχουσα τάξη

Το κόμμα του ακροδεξιού πολιτικού και επιχειρηματία Κ. Βελόπουλου, Ελληνική Λύση (Ε.Λ), μπήκε στη Βουλή με 3,7%, 208.800 ψήφους και 10 έδρες, χάνοντας μόνο περίπου 30 χιλιάδες ψήφους από τις Ευρωεκλογές και διαψεύδοντας τους αστούς αναλυτές που προέβλεπαν ότι η εκλογική του δύναμη θα «απορροφηθεί» από την προελαύνουσα προς την κυβέρνηση, Ν.Δ.

Η εκλογική επιρροή της Ε.Λ «φούσκωσε» γιατί αξιοποίησε τη συγκυρία στην οποία εκδηλώθηκε το αντίστοιχο «ξεφούσκωμα» της απήχησης της ναζιστικής Χρυσής Αυγής και την ταυτόχρονη άρνηση των πρώην ψηφοφόρων της να επανενταχθούν στο παραδοσιακό αστικό πολιτικό στρατόπεδο, γιατί εκμεταλλεύθηκε την υποκριτική εθνικιστική υστερία που δημιούργησε η ελληνική άρχουσα τάξη ενάντια στη συμφωνία των Πρεσπών και γιατί είχε τη στήριξη και χρηματοδότηση καπιταλιστικών συμφερόντων που δραστηριοποιούνται στην ελληνική Μακεδονία και έχουν σχέση με τον ρωσικό ιμπεριαλισμό και τα συμφέροντά του.

Η Ε.Λ είναι η ιστορική συνέχεια της μετριοπαθούς (σε σύγκριση με τους νεοναζί της Χ.Α.), ακροδεξιάς του Καρατζαφέρη. Έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός δημαγωγικού ακροδεξιού κόμματος: μη ακτιβίστικη, αλλά ξεκάθαρη εθνικιστική και ρατσιστική πολιτική τοποθέτηση, εμπόριο θρησκοληψίας και μεταφυσικής, αλλά σε όλα τα ζωτικής σημασίας ζητήματα για το ελληνικό κεφάλαιο ταύτιση με τις βασικές του επιλογές, δηλαδή με την αδιαπραγμάτευτη συμμετοχή στην ΕΕ και την Ευρωζώνη, την τήρηση των μνημονιακών υποχρεώσεων έναντι της τρόικας και την κανονική εξυπηρέτηση του κρατικού χρέους.

Η απήχηση που κατέγραψε η ΕΛ στις εκλογές στην Κεντρική και Δυτική Μακεδονία είναι αυξημένη λόγω της εθνικιστικής της ρητορικής στο Μακεδονικό ζήτημα, κινούμενη άνω του 5%, ενώ η ταξική της βάση όπως αποτυπώθηκε στο exit poll είναι περισσότερο μικροαστική και λιγότερο «λουμπενοποιημένη» από εκείνην της Χρυσής Αυγής. Είναι οι πολιτικά αντιδραστικοί μικροαστοί που σε κάθε ευκαιρία εκφράζουν ανοικτά τις αντιδραστικές τους ιδέες, αλλά δεν θέλουν να δράσουν ενεργά και οργανωμένα για αυτές.

Η Ε.Λ θα χρησιμοποιηθεί από τους αστούς για να στηριχθεί κοινοβουλευτικά η νέα κυβέρνηση της Ν.Δ, όταν και όπου αυτό χρειαστεί, για παράδειγμα, στην αλλαγή του εκλογικού νόμου. Επίσης, θα τείνει να λειτουργεί ως συγκοινωνούν δοχείο με την ακροδεξιά πτέρυγα της Ν.Δ και μέσα από την ανάπτυξη της κυβερνητικής της φθοράς και την αναπόφευκτη εμφάνιση κυβερνητικής κρίσης θα υποδέχεται στην «αγκαλιά» της διαφωνούντα δεξιά και ακροδεξιά της στελέχη, ενώνοντάς τα σε μια κοινή συμμαχία με πρώην στελέχη και πολιτευτές της Χρυσής Αυγής, «μετανοημένους» ή αμετανόητους.

Ωστόσο, η αναπόφευκτη φθορά της Ν.Δ και η ανάγκη για την εξασφάλιση κυβερνητικής σταθερότητας, θα φέρει την Ε.Λ κοντά στη συμμετοχή της σε μια αστική κυβέρνηση στο μέλλον. Και τότε, θα αναδειχθεί πλήρως η ουσία του ρόλου της ως ακροδεξιό συμπλήρωμα αστικών κυβερνήσεων και μάλιστα ιδιαίτερα επιθετικών απέναντι και στην ίδια τη μικροαστική εκλογική της βάση, στο βωμό της διαφύλαξης των ζωτικών συμφερόντων του ελληνικού καπιταλισμού. Και αφού επιτελέσει τον χρήσιμο για το σύστημα πολιτικό της ρόλο και απαξιωθεί από τους αντιδραστικούς μικροαστούς που την ψήφισαν στις 7 Ιουλίου, η Ε.Λ θα πεταχθεί στο πολιτικό περιθώριο, όπως συνέβη στις αρχές της παρούσας δεκαετίας με το κόμμα του «μέντορα» του Βελόπουλου, Γ. Καρατζαφέρη, το ΛΑΟΣ.

Η συντριβή της ΧΑ, τα αίτια και η σημασία της

Η συντριβή της Χρυσής Αυγής (ΧΑ) στις 7 Ιουλίου και η έξωσή της από το κοινοβούλιο είναι ένα σημαντικό, ιστορικό γεγονός. Η ΧΑ έλαβε 2,93% και 165.709 ψήφους. «Γκρεμίστηκε» από το 6,99% και τις 379.581 ψήφους που είχε λάβει ως τρίτο, μάλιστα, κόμμα στις βουλευτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015, φτάνοντας στο σημείο να χάσει 100 χιλιάδες ψήφους μέσα σε 42 μέρες, σε σχέση με της Ευρωεκλογές του Μαΐου.

Η συντριπτική αυτή ήττα της ΧΑ επιβεβαίωσε με ακρίβεια τις εκτιμήσεις που έκανε η τάση μας από τότε που οι νεοναζί άρχισαν να εμφανίζουν μια δυναμική εισόδου στη Βουλή, δηλαδή λίγους μήνες πριν από τις εκλογές του Μαΐου του 2012, σε αντίθεση με τις εκτιμήσεις των κάθε είδους σεχταριστών και αριστερών ρεφορμιστών, οι οποίοι με τη θεωρία της επανάληψης του παραδείγματος της «Δημοκρατίας της Βαϊμάρης», μιλούσαν για μια βέβαιη, μαζική φασιστικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας και προεξοφλούσαν την άνοδο της ΧΑ στην εξουσία.

Εξηγήσαμε τότε, ότι το φαινόμενο της ΧΑ εμφανίστηκε ως αποτέλεσμα της εκρηκτικής οργής που δημιούργησε η κρίση και ο ερχομός της τρόικας και των Μνημονίων στα πιο αντιδραστικά και πολιτικά καθυστερημένα τμήματα των μικροαστών, οργής που δεν μπορούσε να εκφραστεί από τον βασικό εκφραστή της ακροδεξιάς στη χώρα ως εκείνη τη στιγμή, το ΛΑΟΣ του Γ. Καρατζαφέρη.

Η συμμετοχή του Καρατζαφέρη στη μνημονιακή κυβέρνηση Παπαδήμου που κλιμάκωσε την επίθεση στους τσακισμένους μικροαστούς, αποκάλυψε τη συστημική φύση του ΛΑΟΣ και δημιούργησε ένα πρόσφορο πολιτικό κενό για τους νεοναζί. Η ΧΑ έχοντας ήδη γίνει διακριτή με το 5,29% που απέσπασε το 2010 στον Δήμο της Αθήνας, σπεκουλάροντας στα αντιδραστικά αισθήματα των αστών και μικροαστών «νοικοκυραίων» ενάντια στην αθρόα έλευση εξαθλιωμένων προσφύγων στις αθηναϊκές γειτονιές, άδραξε την μοναδική ιστορική ευκαιρία και χρηματοδοτούμενη και υποστηριζόμενη από ακραία αντιδραστικούς καπιταλιστές και αξιωματούχους του κράτους ήρθε δυναμικά στο εκλογικό προσκήνιο.

Η άνοδος της δεν έγινε μέσα από τη δημιουργία ενός μαζικού φασιστικού κινήματος όπως συνέβη στη Γερμανία και την Ιταλία κατά τον Μεσοπόλεμο, αλλά με έναν ευκαιριακό και παθητικό από την πλευρά των υποστηρικτών της τρόπο. Τονίσαμε τότε, ότι οι χιλιάδες ψηφοφόροι της ΧΑ βλέπουν την ψήφο τους στην ΧΑ απλά ως ένα αντιδραστικό μέσο έκφρασης αντισυστημικής διαμαρτυρίας και δεν έχουν διάθεση να συμμετάσχουν στις συγκεντρώσεις – τρομοκρατικές δράσεις της ΧΑ. Σημειώσαμε ότι οι όποιες απόπειρες της ΧΑ να δημιουργήσει ένα μαζικό φασιστικό κίνημα είναι καταδικασμένες σε αποτυχία, διότι στην σύγχρονη κοινωνία, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά στις περισσότερες καπιταλιστικές χώρες, δεν υπάρχει ο κατάλληλος αντικειμενικός ταξικός συσχετισμός δύναμης για ένα τέτοιο εγχείρημα, για μια επανάληψη του φαινόμενου του Μουσολίνι και του Χίτλερ.

Εξηγήσαμε από τη μία πλευρά ότι η κλασσική κοινωνική βάση ενός τέτοιου κινήματος, οι μικροαστοί της πόλης και της υπαίθρου είναι σήμερα λιγότεροι από ποτέ και στη μεγάλη τους πλειονότητα πολιτικά είναι περισσότερο από ποτέ πιο κοντά στις κοινωνικές δυνάμεις της επανάστασης, στην εργατική τάξη και το κίνημά της και από την άλλη, ότι η ίδια η αστική τάξη από φόβο για μια ενεργοποίηση των επαναστατικών αντανακλαστικών της εργατικής τάξης και της νεολαίας, αλλά και από τα διδάγματα της ιστορικής πείρας από την άδοξη για τον καπιταλισμό κατάληξη της φασιστικής περιπέτειας στην Ευρώπη (πέρασμα της μισής Ευρώπης στον έλεγχο της Σοβιετικής Ένωσης) δεν πρόκειται να εμπιστευθεί στο ορατό μέλλον την εξουσία στους φασίστες. Προβλέψαμε ότι όποτε οι νεοναζί της ΧΑ δείξουν σημάδια ανυπομονησίας και πλήρους αυτονόμησης από την άρχουσα τάξη και το αστικό κράτος, με την εφαρμογή εκτεταμένων τρομοκρατικών σχεδίων που θα έχουν ως πιθανή κλιμάκωση ακόμα και ένα φασιστικό πραξικόπημα, τότε οι αστοί θα επιχειρήσουν να επέμβουν για να τους δώσουν ένα μάθημα.

Αυτό ήταν ακριβώς συνέβη την περίοδο 2012 – 2013. Η ΧΑ τυφλωμένη από την υψηλή εκλογική της απήχηση και παρότι αδυνατούσε να μετατραπεί σε δύναμη ικανή να κινητοποιήσει μικροαστικές μάζες για φασιστικούς σκοπούς (δηλαδή για το τσάκισμα του εργατικού κινήματος και των οργανώσεών του), άρχισε να πυκνώνει τα φασιστικά πογκρόμ στους δρόμους ενάντια σε μετανάστες και σε αριστερούς αγωνιστές, εντάσσοντάς τα πιθανότατα ακόμα και σε ένα πλάνο μελλοντικής πραξικοπηματικής ανόδου στην εξουσία.

Η δολοφονία του ήρωα αντιφασίστα Παύλου Φύσα ήταν το αποκορύφωμα της πρώτης φάσης αυτής της τακτικής. Ταυτόχρονα, όμως, ήταν και η αρχή του τέλους για την μαζική πολιτική επιρροή της ΧΑ. Η εξάπλωση των αντιφασιστικών αισθημάτων στην κοινωνία με επίκεντρο τη νεολαία σήμανε τον κώδωνα του κινδύνου για την άρχουσα τάξη και την κυβέρνησή της, που αναγκάστηκε να παραπέμψει άρον – άρον τη ΧΑ σε δίκη με την κατηγορία της εγκληματικής οργάνωσης, προφυλακίζοντας μάλιστα για ένα διάστημα την ηγεσία της. Ο αστικός τύπος γέμισε ρεπορτάζ για την τρομοκρατική δράση της ΧΑ και η έως τότε «διακριτική» διαδικασία νομιμοποίησης των νεοναζί στη συνείδηση της κοινωνίας από τα ΜΜΕ, ακολουθήθηκε από μια αντίστροφη διαδικασία μαζικής διοχέτευσης ενοχών στους ψηφοφόρους της, που ανατροφοδοτούνταν από τις καθημερινές αποκαλύψεις στη δίκη.

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, η εκλογική δυναμική της ΧΑ ανακόπηκε, οι εσωτερικές συγκρούσεις στην ηγεσία της εντάθηκαν, η πίεση του κράτους και της καθολικής κατακραυγής από την κοινή γνώμη έφερε στο προσκήνιο τη δειλία των νεοναζί, με αποτέλεσμα μαζικές αποχωρήσεις μελών και κλεισίματα γραφείων στην μία πόλη μετά την άλλη. Μέσα από αυτή την πορεία φτάσαμε στο αποτέλεσμα της 7η Ιουλίου που σκόρπισε δικαιολογημένα αισθήματα χαράς και ικανοποίησης σε κάθε αριστερό αγωνιστή. Τώρα η ΧΑ ξαναγίνεται αυτό που ήταν, το ελεγχόμενο περιθωριακό «μαντρόσκυλο» του αστικού κράτους, που θα συνεχίζει να το χρησιμοποιεί όταν το χρειάζεται για να τρομοκρατεί τους αγωνιστές του εργατικού κινήματος και της νεολαίας.

Ωστόσο, αυτή η 7ετία που η ΧΑ βρέθηκε στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό, θα πρέπει να μείνει στο μυαλό κάθε αγωνιστή, όχι ως η ανάμνηση μια θλιβερής παρένθεσης, αλλά σαν μια προειδοποίηση. Μια προειδοποίηση προς την ελληνική, την ευρωπαϊκή και την παγκόσμια εργατική τάξη για το ποιες εφιαλτικές, σκοτεινές δυνάμεις μπορεί να αναδείξει στο προσκήνιο ο καπιταλισμός στην παρούσα περίοδο της βαθιάς ιστορικής του κρίσης.

Η κρίση του ελληνικού καπιταλισμού δεν έληξε, αντίθετα μπροστά μας τα επόμενα χρόνια έχουμε ακόμα βιαιότερες οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά εκδηλώσεις της. Μέσα στη δίνη τους, οι φασίστες, που τώρα αποσύρονται από το κοινοβουλευτικό προσκήνιο, θα επιχειρήσουν να επιστρέψουν για να ξαναδιαδραματίσουν τον γνώριμο αντεπαναστατικό τους ρόλο. Και πάλι το πιθανότερο είναι να μην μπορέσουν να δημιουργήσουν ένα μαζικό φασιστικό κίνημα εξουσίας, αλλά η δράση τους θα ξαναφέρει το εργατικό κίνημα και τη νεολαία αντιμέτωπους με ακόμα περισσότερα βίαια πογκρόμ, νέες απόπειρες δολοφονίας με πιθανό πρωταγωνιστή ένα ξαναβαπτισμένο με διαφορετικό όνομα φασιστικό σχήμα, με πυρήνα όμως τη σημερινή ηττημένη ΧΑ, το οποίο θα επιχειρήσει να ξαναβρεί τον δρόμο προς τα νέα μαζικά κύματα απογοητευμένων και κατεστραμμένων από την κρίση μικροαστών.

Στο μεταξύ, όπως ο φύρερ Μιχαλολιάκος ανέφερε στη δήλωσή του μετά τις εκλογές, η ΧΑ «θα επιστρέψει άμεσα εκεί που ανδρώθηκε, στους δρόμους». Αυτό δεν είναι απλώς μια φορτισμένη συναισθηματική φράση αλλά μια ξεκάθαρη υπόσχεση για μια αιματηρή ρεβάνς από τους, σύμφωνα με την ίδια δήλωση, «μπολσεβίκους», δηλαδή τους αριστερούς και κομμουνιστές αγωνιστές. Πρέπει λοιπόν να αναμένουμε, αργά ή γρήγορα, από την πολιτικά ηττημένη στις μάζες ΧΑ μία νέα ένταση των σποραδικών έστω, τρομοκρατικών ενεργειών. Αυτός άλλωστε είναι ο μόνος δρόμος για να διατηρήσουν ενεργό έναν μικρό έστω πυρήνα αφιονισμένων ακτιβιστών που θα βάλει τα θεμέλια για μια νέα πολιτική αντεπίθεση στο μέλλον.

Έτσι, το ενιαίο μέτωπο αντιφασιστικής δράσης όλων των οργανώσεων του εργατικού κινήματος, της νεολαίας και της Αριστεράς, παρά την εκλογική ήττα της Χ.Α, συνεχίζει να αποτελεί επιτακτική αναγκαιότητα. Αυτή πρέπει να είναι δράση μαζική, μαχητική, χωρίς αυταπάτες για τον οργανικά υποστηρικτικό στους φασίστες ρόλο του αστικού κράτους, η οποία θα μπορεί να κινείται προληπτικά, αλλά και να είναι αποφασισμένη να δίνει παραδειγματικά μαθήματα σε κάθε απόπειρα τους να τρομοκρατήσουν το κίνημα. Μια τέτοια δράση για να είναι αποτελεσματική, να απλωθεί σε κάθε εργατικό χώρο και κάθε γειτονιά και να εξαφανίσει μια για πάντα την τρομοκρατική δράση των φασιστών, απαιτεί οπωσδήποτε μαζί με την ενεργή συμμετοχή κάθε αριστερής και αντιφασιστικής οργάνωσης και κάθε μεμονωμένου αριστερού αγωνιστή, την αποφασιστική-ηγετική συμμετοχή του μόνου μαζικού εργατικού, κομμουνιστικού κόμματος της χώρας, του ΚΚΕ.

Αυτόνομη εκλογική κάθοδος αριστερών οργανώσεων: επιζήμια για το κίνημα – αυτοκαταστροφική για τις ίδιες

Σε αυτήν την τελευταία ενότητα της ανάλυσής μας, επιτρέψτε μας να συμπεριλάβουμε καταχρηστικά την Πλεύση Ελευθερίας. Καταχρηστικά, γιατί το κόμμα της Ζωής Κωνσταντοπούλου, καιρό τώρα, έχει προκλητικά αποκηρύξει την αριστερή ιδιότητα, υιοθετώντας το βαθύτατα δεξιό σύνθημα «Ούτε δεξιά-Ούτε αριστερά-Μπροστά». Η τακτική αυτή, εκτός από ύβρης για τους αριστερούς ψηφοφόρους που εξέλεξαν την Κωνσταντοπούλου βουλευτή του παλιού αριστερού ΣΥΡΙΖΑ 3 φορές μέσα σε 3 χρόνια, αποδείχθηκε και εντελώς ανίκανη να οδηγήσει την Πλεύση στη Βουλή. Έλαβε ποσοστό 1,42%, 82.672 ψήφους και είδε τις ψήφους της να μειώνονται κατά 8 περίπου χιλιάδες σε σχέση με τις Ευρωεκλογές.

Η δεύτερη αυτή κατά σειρά εκλογική αποτυχία της προσωποπαγούς Πλεύσης Ελευθερίας να εισέλθει στη Βουλή, αντικειμενικά θέτει σε αμφισβήτηση την ύπαρξή της. Εξαιτίας των συγχυσμένων, ημι-εθνικιστικών, μικροαστικών ιδεών και των μεθόδων της ηγεσίας του (δηλαδή της Ζ. Κωνσταντοπούλου), το κόμμα αποδείχθηκε από την ίδρυση του 3 χρόνια πριν έως και σήμερα, οργανικά ανίκανο, όχι μόνο να συνδεθεί με πρωτοπόρα τμήματα της εργατικής τάξης και της νεολαίας, αλλά ακόμα και να δώσει την όψη έστω ενός πραγματικού, οργανωμένου κόμματος.

Τα εκλογικά αποτελέσματα της 7ης Ιουλίου για το έτερο προερχόμενο από τον παλιό ΣΥΡΙΖΑ πολιτικό σχήμα, την ΛΑΕ, ήταν καταστροφικά. Η ΛΑΕ έλαβε μόλις 0,28% και 15.930 ψήφους, χάνοντας σε 42 μέρες το μισό εκλογικό ποσοστό της σε σχέση με τις Ευρωεκλογές (0,56%) και αναπολώντας με νοσταλγία το μακρινό πλέον 2,87% των βουλευτικών εκλογών του Σεπτεμβρίου του 2015.

Η ηγεσία της ΛΑΕ, ασφαλώς εισέπραξε αποδοκιμασία από το αριστερό εκλογικό σώμα για τη διολίσθησή της σε όλο και πιο εθνικιστικές απόψεις. Ωστόσο, πρώτα και πάνω από όλα, συνέχισε να πληρώνει, όπως και στις προηγούμενες βουλευτικές εκλογές την ανεξίτηλα καταγεγραμμένη στη συνείδηση της εργατικής, αριστερής βάσης του παλιού ΣΥΡΙΖΑ απροθυμία της το πρώτο εξάμηνο του 2015 να λάβει ουσιαστικές πολιτικές πρωτοβουλίες για να αποτρέψει την υπογραφή του 4ου Μνημονίου.

Έχουμε επανειλημμένα τονίσει, ότι εάν η Αριστερή Πλατφόρμα (ηγεσία της σημερινής ΛΑΕ) είχε υιοθετήσει τότε την πολιτική τακτική που επίμονα υποστήριζε και πρότεινε η Κομμουνιστική Τάση, αν δηλαδή είχε αρνηθεί να στηρίξει τη συγκυβέρνηση με τον Καμένο, αν έμενε έξω από αυτήν και αν από τις 20 Φλεβάρη 2015 που φαινόταν καθαρά ότι η κυβέρνηση ετοιμαζόταν να υπογράψει νέο Μνημόνιο ξεκινούσε την εκστρατεία για ένα έκτακτο συνέδριο που θα αποφάσιζε την εντολή να μην υπογραφεί κανένα Μνημόνιο, τότε η ιστορία των τελευταίων χρόνων θα μπορούσε να ήταν διαφορετική. Με μια τέτοια τακτική είτε θα ματαιωνόταν η υπογραφή του Μνημονίου από μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και η κλίκα Τσίπρα θα εκδιωκόταν από το κόμμα το οποίο θα περνούσε στον έλεγχο της αριστερής του πτέρυγας, είτε εκείνη θα έχανε τη μάχη και η Αριστερή Πλατφόρμα παρ’ όλα αυτά θα καταγραφόταν στη συνείδηση της εργατικής τάξης ως πολιτική δύναμη, που όχι απλά δεν ψήφισε το Μνημόνιο στη Βουλή, αλλά που πάλεψε με όλα τα μέσα που διέθετε για να αποτρέψει την υπογραφή του.

Ωστόσο, η ηγεσία της ΛΑΕ αποδείχθηκε κατώτερη των περιστάσεων, ακόμα και στο στοιχειώδες καθήκον της τρέχουσας αυτοσυντήρησης, της διαφύλαξης ακόμα και αυτών των σημερινών πολύ μειωμένων δυνάμεων του σχήματος. Ενώ ήταν από καιρό ξεκάθαρο ότι η ΛΑΕ δεν διέθετε το απαιτούμενο ρεύμα υποστήριξης στην κοινωνία για να εισέλθει στη Βουλή, έκλεισε τα μάτια, κατέβασε το σχήμα στις Ευρωεκλογές και το οδήγησε στα βράχια της εκλογικής κατάρρευσης. Και μετά την αποχώρηση του Π. Λαφαζάνη από την προεδρία, συμπλήρωσε αυτό το λάθος με ένα ακόμα μεγαλύτερο. Αντί, έστω μετά την εκλογική κατάρρευση, να δώσει ταξική ψήφο στο ΚΚΕ, να ανοίξει μια σοβαρή εσωτερική συζήτηση για τα λάθη που έφεραν την κατάρρευση και να προστατέψει το ηθικό των λιγοστών εκατοντάδων ενεργών αγωνιστών της, προχώρησε σε μία ακόμα ανεξάρτητη εκλογική κάθοδο στις βουλευτικές εκλογές, με αποτέλεσμα να «αποτελειώσει» το ηθικό των αγωνιστών της και τη βιωσιμότητα του σχήματος. Πραγματικά, αυτή η κατάληξη της ΛΑΕ δεν άξιζε στους αριστερούς αγωνιστές της, αλλά η ηγεσίας της, σε κάθε περίπτωση, είναι πολιτικά άξια της μοίρα της.

Το μέτωπο οργανώσεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και οι άλλες αριστερές οργανώσεις που επέλεξαν την αυτόνομη κάθοδο στις εκλογές, το ΕΕΚ, η ΟΚΔΕ, το Μ-Λ ΚΚΕ και το ΚΚΕ—ΜΛ, υπέστησαν μια συντριπτική ήττα, ακόμα και για τα δεδομένα της δικής τους, συνήθους ισχνής εκλογικής επιρροής.

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έπεσε από τις 46.096 ψήφους και το 0,85% του Σεπτεμβρίου του 2015, στο 0,64% και στις 36.361 ψήφους στις Ευρωεκλογές του Μαΐου και στις 7 Ιουλίου η πτώση της συνεχίστηκε με 0,41% και 23.191 ψήφους. Τα δύο σταλινικό-μαοικά Μ-Λ έλαβαν από 0,14% (ΚΚΕ Μ-Λ) και 0,05 (Μ-Λ ΚΚΕ), το ΕΕΚ έλαβε 0,04% (1993 ψήφους) και η ΟΚΔΕ (Εργατική Πάλη) 0,03% (1675 ψήφους). Αυτά τα αποτελέσματα μιλούν από μόνα τους.

Η Κομμουνιστική Τάση είχε από καιρό υποστηρίξει την ανάγκη όλοι οι κομουνιστές να καλέσουν για ταξική ψήφο στο μοναδικό μαζικό εργατικό, κομμουνιστικό κόμμα της χώρας, το ΚΚΕ, εξηγώντας ότι αν υιοθετούσαν όλες οι αριστερές οργανώσεις αυτήν την τακτική, θα μπορούσαν να συμβάλουν, με το δικό τους πολιτικό πρόγραμμα και χωρίς, φυσικά, παραίτηση από το δικαίωμα κριτικής, στη σημαντική για το ηθικό της εργατικής τάξης υπόθεση της κατάκτησης της 3ης θέσης για πρώτη φορά μεταπολεμικά από ένα μαζικό εργατικό κόμμα με κομμουνιστικές διακηρύξεις, αλλά και με αντικαπιταλιστικό, επίσημο, συνεδριακό πρόγραμμα. Αντί γι’ αυτήν την τακτική όμως, οι προαναφερθείσες οργανώσεις ακολούθησαν για μία ακόμα φορά, παρά τα αποκαρδιωτικά αποτελέσματα που σημείωσαν μόλις 42 μέρες πριν, στις Ευρωεκλογές, την εντελώς ανούσια για την πολιτική προοπτική της εργατικής τάξης και του αγώνα της τακτική της αυτόνομης καθόδου με σκοπό μια ακόμα εκλογική καταγραφή.

Το αποτέλεσμα αυτής της τακτικής ήταν να χαθούν συνολικά 53.358 ψήφοι (συμπεριλαμβανομένων των ψήφων που έλαβε με την αυτόνομη κάθοδό της η ΛΑΕ), σχεδόν 1 ποσοστιαία μονάδα που θα μπορούσε να ενισχύσει τη μάχη του ΚΚΕ για την 3 θέση σε βάρος του διεφθαρμένου ΚΙΝΑΛ, αλλά επίσης, και να πληγεί ακόμα πιο αποφασιστικά το ηθικό αρκετών εκατοντάδων καλών αγωνιστών που συμμετείχαν στον εκλογικό αγώνα αυτών των οργανώσεων, πιστεύοντας στις υψηλές προσδοκίες που για μία ακόμα φορά καλλιεργήθηκαν από τις ηγεσίες τους.

Ακόμα χειρότερα, η τακτική της ανεξάρτητης καθόδου, δεν ήταν άμεσα επιζήμια μόνο για το κομμουνιστικό κίνημα, αλλά και για την εργατική τάξη σαν σύνολο. Έτσι, από πριν ήταν γνωστό στις ηγεσίες αυτών των οργανώσεων ότι σύμφωνα με τον ισχύοντα εκλογικό νόμο, όσο μεγαλύτερο ποσοστό λαμβάνουν τα κόμματα που μένουν εκτός Βουλής, τόσο χαμηλότερο είναι το ποσοστό που απαιτείται να λάβει το πρώτο κόμμα, η Ν.Δ, για να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Αυτό και μόνο το γεγονός, θα έπρεπε να έχει καταστήσει απαγορευτική κάθε σκέψη για αυτόνομη κάθοδο στις εκλογές, όταν μάλιστα από κανένα πραγματικό στοιχείο δεν προέκυπτε πριν από τις εκλογές ότι όλα αυτά τα σχήματα και οι οργανώσεις έχουν την παραμικρή πιθανότητα να μπουν στη Βουλή.

Αλλά δεν «ίδρωσε το αυτί» των ηγεσιών τους και συνέχισαν απερίσπαστα στον καταστροφικό δρόμο της αυτόνομης καθόδου, γνωρίζοντας πρακτικά ότι κάθε ψήφος που κέρδιζαν στο βωμό μιας ναρκισσιστικής καταγραφής σήμαινε και περισσότερες πιθανές έδρες για τη Ν.Δ. Αυτή η στάση, ανεξάρτητα από τις όποιες αγνές ή «επαναστατικές» προθέσεις των ηγετικών στελεχών αυτών των οργανώσεων, πρακτικά αποτελεί έναν συνειδητό τυχοδιωκτισμό σε βάρος της ίδιας της εργατικής τάξης!

Ειδικά στους ανιδιοτελείς (όσο λίγοι) αγωνιστές συντρόφους που συνηγόρησαν ή πρωτοστάτησαν στην τακτική αυτή στο όνομα του «τροτσκισμού», έχουμε να πούμε το εξής: Σύντροφοι από το γεγονός ότι αναγνωρίζεστε σήμερα (και απόλυτα δίκαια) ως καλοί και ανιδιοτελείς αγωνιστές σε έναν κύκλο λίγων χιλιάδων ανθρώπων, δεν συνεπάγεται κανένα δικαίωμα με μια τέτοια εκλογική τακτική να γελοιοποιείτε και να δυσφημείτε τον τροτσκισμό και το όνομά του στις πλατύτερες μάζες!

Πολιτικές προοπτικές

Η νέα, δεξιά, νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση συγκροτήθηκε με έντονη τη συμμετοχή τεχνοκρατών, ώστε να είναι έτοιμη να προχωρήσει γρήγορα και χωρίς να υπολογίζει το πολιτικό κόστος στην επίθεση στην εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα, την οποία έχει ήδη εξαγγείλει σαφώς προεκλογικά ο νέος πρωθυπουργός και τα υπόλοιπα στελέχη της Ν.Δ.

Το Eurogroup της 8ης Ιουλίου επανέλαβε ακόμα πιο δυνατά την προηγηθείσα έκκληση της Κομισιόν να γίνουν απόλυτα σεβαστοί οι συμφωνημένοι μνημονιακοί στόχοι για τα πρωτόγεννη πλεονάσματα και μάλιστα, ανώτατοι αξιωματούχοι του, διεμήνυσαν στη νέα κυβέρνηση ότι θα πρέπει να άρει την ματαίωση της μείωσης του αφορολογήτου ορίου που είχε αποφασίσει η προηγούμενη κυβέρνηση, με αποτέλεσμα 4 εκατομμύρια εργαζόμενοι και συνταξιούχοι να απειλούνται να χάσουν από φόρους έναν ακόμα ολόκληρο μισθό ή μία σύνταξη σε ετήσια βάση. Όλοι οι αντιδραστικοί πόλοι, τρόικα, ελληνική άρχουσα τάξη και νέα κυβέρνηση είναι πια απόλυτα συντονισμένοι και δίνουν το σήμα της έναρξης της νέας επίθεσης.

Το ξανατονίζουμε: χωρίς αυτήν την επίθεση δεν μπορεί να αποφύγει τη χρεοκοπία και την έξοδο από την Ευρωζώνη ο ελληνικός καπιταλισμός, ο οποίος όχι μόνο δεν βγήκε από την κρίση και τα Μνημόνια, αλλά διαθέτει σήμερα μεγαλύτερο χρέος από την ημέρα που μπήκε σε αυτά, με 181,1% του ΑΕΠ και συνολικά 334,573 δισ. ευρώ (τέλος του 2018), έναντι 126,7% και 300 δισ. ευρώ (τέλος του 2009, Πηγή: ΕΛΛΣΤΑΤ), «βλέπει» τις επενδύσεις στην επικράτειά του να βρίσκονται στα χαμηλότερα επίπεδα μέσα στην Ευρωζώνη και μόλις στο 40% της προ κρίσης περιόδου, ενώ είναι δεσμευμένος με την υπογραφή της κυβέρνησης Τσίπρα σε στόχους πρωτογενών πλεονασμάτων άγριας λιτότητας (3,5% και 2% μετά το 2022) μέχρι το 2060.

Μπορεί η άσχημη αυτή κατάσταση του ελληνικού καπιταλισμού να έχει οδηγήσει τον εργαζόμενο λαό της χώρας σε μια εφιαλτική κατάσταση μαζικής φτώχειας (τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Eurostat, υπολογίζουν το ποσοστό φτώχειας στην Ελλάδα στο 46,3% του πληθυσμού) και ανεργίας (σταθερά σχεδόν 1 εκατομμύριο οι εγγραμμένοι άνεργοι), αλλά η νέα κυβέρνηση από την ίδια την ταξική της φύση δεν έχει άλλο πρόγραμμα για να αποφύγει τη χρεοκοπία και μια νέα ύφεση από τη νέα μεγάλη αύξηση της φτώχειας και της ανεργίας για να διαφυλαχθούν και να αναπτυχθούν τα κέρδη της τάξης της.

Αυτήν τη στιγμή η εργατική τάξη είναι φυσικό να βρίσκεται σε μια κατάσταση απογοήτευσης μετά την εκλογή της Ν.Δ, δηλαδή μετά την επιστροφή στην κυβέρνηση (εξαιτίας της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ) των ίδιων ακριβώς αστών ηγετών που εκείνη έδιωξε με μαζικούς αγώνες και μεγάλες εκλογικές νίκες πριν από λίγα μόνο χρόνια. Ωστόσο, το «μαστίγιο» της αντιδραστικής επίθεσης της Ν.Δ, αργά ή γρήγορα, θα αφυπνίσει την εργατική τάξη και θα την σπρώξει ξανά στον αγώνα, ξεκινώντας από τα πιο νεαρά της τμήματα, που έχουν τη λιγότερη φθορά και κούραση από τις ήττες του παρελθόντος.

Οι εκλογές έδειξαν ότι οι ψηφοφόροι αυτής της νέας γενιάς (17-24 ετών, στοιχεία από το exit poll) σε ποσοστό άνω του 50% ψηφίζουν κόμματα που είναι ή τιτλοφορούνται αριστερά. Η είσοδος αυτής της γενιάς στο πολιτικό προσκήνιο θα αλλάξει τα δεδομένα και θα ολοκληρώσει το έργο του αφανισμού των παλιών διεφθαρμένων αστικών κομμάτων που ξεκίνησε το 2012, αλλά άφησε ημιτελές η παλιότερη γενιά.

Αυτή η νέα γενιά θα είναι πιο ανοικτή από κάθε άλλη στις ιδέες του γνήσιου επαναστατικού μαρξισμού ή αλλιώς τροτσκισμού, τις οποίες προσπαθεί με συνέπεια να εκπροσωπήσει, με τις μικρές ακόμα δυνάμεις της, αλλά με περίσσιο ενθουσιασμό και πάντοτε σε άρρηκτη σύνδεση με το μαζικό κομμουνιστικό κίνημα της χώρας, η Κομμουνιστική Τάση, το ελληνικό Τμήμα της Διεθνούς Μαρξιστικής Τασης (ΙΜΤ).

Η παρακαταθήκη που ενέγραψε στη συνείδηση χιλιάδων αριστερών αγωνιστών η Κομμουνιστική Τάση ως η πιο συνεπής από επαναστατική – μαρξιστική σκοπιά, η πιο έντιμη και η πιο διορατική τάση του παλιού αριστερού ΣΥΡΙΖΑ, η εντατική της δουλειά για τη διάδοση των μαρξιστικών ιδεών στα πανεπιστήμια και τα σχολεία τα τελευταία χρόνια, η αξιοσημείωτη και συστηματική εκδοτική δουλειά που διεξάγει με πενιχρά μέσα, μέσα από τις εκδόσεις «Μαρξιστική Φωνή», η εξαιρετικά επιτυχημένη πρόσφατη διοργάνωση του 1ου Αντικαπιταλιστικού Διημέρου Νεολαίας και τέλος, η πρωτόγνωρη πολιτική αποδοχή που γνώρισε σε εκδηλώσεις και συγκεντρώσεις του ΚΚΕ στην προεκλογική περίοδο για τις πρόσφατες Ευρωεκλογές και τις εθνικές εκλογές από τους συναγωνιστές του κόμματος, ως αποτέλεσμα της κριτικής αλλά συνεπούς και ενεργής υποστήριξης του στις εκλογικές μάχες ενάντια στα αστικά κόμματα, είναι όλα τους κατακτήσεις και πολύτιμα βήματα προόδου στον αγώνα μας.

Αυτά τα βήματα φανερώνουν ότι ο τροτσκισμός, ο γνήσιος επαναστατικός μαρξισμός, μπορεί την επόμενη περίοδο να αυξήσει αποφασιστικά τις δυνάμεις και την επιρροή του και να αρχίσει να βρίσκει τον δρόμο προς τις μάζες. Γιατί εκπροσωπεί τις ιδέες που σήμερα αναζητούν από ένστικτο δεκάδες χιλιάδες αγωνιστές της εργατικής τάξης και της νεολαίας, τις ιδέες που θα οδηγήσουν συντομότερα και πιο σίγουρα στη πολυπόθητη νίκη, στην επαναστατική, σοσιαλιστική αλλαγή της κοινωνίας. Έτσι πρέπει να γίνει κι έτσι θα γίνει!