Η ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩ ΕΙΝΑΙ ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ - Η ΜΟΝΗ ΔΙΕΞΟΔΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ!

Δύο μέρες πριν (το άρθρο γράφτηκε την Παρασκευή 28/10), η Άνγκελα Μέρκελ είχε προειδοποιήσει ότι η ειρήνη στην Ευρώπη θα μπορούσε να τεθεί σε κίνδυνο, αν μια συμφωνία δεν επιτευχτεί κατά τη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ σχετικά με το πώς θα διαχειριστεί την κρίση που έχει απειλήσει το ευρώ και το σύνολο της οικονομίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μιλώντας στο γερμανικό κοινοβούλιο, είπε: «Κανείς δεν πρέπει να σκεφτεί ότι ένας ακόμα μισός αιώνας ειρήνης και ευημερίας είναι εξασφαλισμένος. Δεν είναι. Και γι 'αυτό λέω, αν το ευρώ αποτύχει, η Ευρώπη θα αποτύχει, και  αυτό δεν πρέπει να συμβεί.» 

Μερικοί από τους πιο σοβαρούς στρατηγούς του κεφαλαίου έχουν εκφράσει την ανησυχία, ακόμη και την προοπτική ότι το ευρώ θα μπορούσε να διαλυθεί. Οι 27 ηγέτες της ΕΕ το βράδυ της Τετάρτης, ωστόσο, κατέληξαν επιτέλους σε μια συμφωνία τριών μερών.

Οι τράπεζες που εκτίθενται στο ελληνικό χρέος θα πρέπει να αποδεχθούν τη διαγραφή του 50% της αξίας των ομολόγων τους. Ένα ποσό 30 δισ. ευρώ θα χρησιμοποιηθεί ως «γλυκαντική ουσία» για να κάνει τις τράπεζες να αποδεχθούν «εθελοντικά» τη συμφωνία που σημαίνει επιπλέον 30 δισ. ευρώ από τα χρήματα των φορολογουμένων να χορηγούνται στις τράπεζες. Αυτό, το λεγόμενο «κούρεμα», έχει ως στόχο την ελάφρυνση της πίεσης για την Ελλάδα. Όπως έχουν τα πράγματα πριν τη συμφωνία, το ελληνικό χρέος αναμένεται να φτάσει πάνω από 180% του ΑΕΠ. Αυτή τη στιγμή ανέρχεται λίγο πάνω από 160%. Με τη συμφωνία που επιτεύχθηκε χθες το βράδυ, ο στόχος είναι να πέσει το χρέος της Ελλάδας κάτω στο 120% του ΑΕΠ μέχρι το 2020.

Αυτό σημαίνει μια μείωση του συνολικού χρέους κατά 40 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ στην περίοδο οκτώ ετών 2012-20, δηλαδή περίπου 8% ετησίως. Αν λάβει κανείς υπόψη ότι οι ετήσιες πληρωμές τόκων στην Ελλάδα για το χρέος της βρίσκονται σήμερα στο 7,2 τοις εκατό του ΑΕΠ και αναμένεται να πέσει στο 5,2 τοις εκατό το 2020 - αν όλα πάνε σύμφωνα με το σχέδιο βέβαια - μπορεί κανείς να δει ότι ακόμα και με αυτό το «πακέτο διάσωσης» οι ελληνικές κυβερνήσεις για την επόμενη δεκαετία θα πρέπει να εφαρμόσουν αυστηρά μέτρα λιτότητας. Το νέο σχέδιο περιλαμβάνει την απαίτηση η Ελλάδα να δημιουργήσει ένα επιπλέον κέρδος 15 δισ. ευρώ από τις ιδιωτικοποιήσεις, πάνω από τα 50 δισ. ευρώ αξίας των ιδιωτικοποιήσεων που έχει ήδη συμφωνήσει, αν και όλοι συμφωνούν ότι αυτό δεν είναι εφικτό.

Το δεύτερο μέρος της συμφωνίας περιλαμβάνει την αύξηση της λεγόμενης "δύναμης πυρός" του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF). Το «ταμείο διάσωσης» επίκειται να αυξηθεί από τα 440 δισ. ευρώ με βάση αυτό που είχε αποφασιστεί νωρίτερα αυτό το χρόνο, στο 1 τρις ευρώ. Αυτό δεν αντιπροσωπεύει τα πραγματικά χρήματα που οι κυβερνήσεις είναι υποχρεωμένες να πληρώνουν αμέσως.

Αυτό που οι Ευρωπαίοι ηγέτες έχουν κάνει είναι να συσταθεί ένα ταμείο που βασίζεται σε «επενδυτικά οχήματα ειδικού σκοπού» (ΕΟΕΣ). Αυτό σημαίνει ότι τα ομόλογα θα εκδοθούν με το EFSF ως εγγυητή. Η ιδέα είναι ότι αυτά τα ομόλογα θα είναι αξιόπιστα, δεδομένου ότι έχουν το EFSF πίσω τους και ως εκ τούτου, οι χώρες με μεγάλη ποσότητα χρημάτων, όπως η Κίνα ή πλούσιες σε πετρέλαιο χώρες,  μπορούν να επενδύσουν σε αυτά. Τα ΕΟΕΣ έχοντας συσσωρεύσει τα κεφάλαια αυτά θα αγοράζουν τα ομόλογα χωρών όπως η Ισπανία ή η Ιταλία, οι οποίες αλλιώς θα ήταν δύσκολο να βρουν αγοραστές για τα ομόλογά τους. Βασικά οι επενδυτές, οι οποίοι δεν εμπιστεύονται πλέον ιταλικά ή ισπανικά ομόλογα, μπορούν να αγοράσουν ευρωπαϊκά ομόλογα - προφανώς επειδή η Γερμανία φαίνεται να είναι στο επίκεντρο του EFSF - και στη συνέχεια τα χρήματά τους θα χρησιμοποιηθούν για να αγοραστούν τα ομόλογα - σκουπίδια της Ιταλίας και της Ισπανίας. Το EFSF επίσης, αναλαμβάνει το ρόλο ασφαλιστή, εξασφαλίζοντας εν μέρει όποιον αγοράζει αυτά τα ομόλογα – σκουπίδια  άμεσα. Πολλοί κερδοσκόποι πρόκειται να κάνουν ένα ωραίο πακέτο με όλα αυτά, καθώς θα ξέρουν ότι όλοι προστατεύονται από τις βλαβερές συνέπειες της τυχόν χρεοκοπία της Ιταλίας ή της Ισπανίας.

Έτσι, αν και οι Ευρωπαίοι ηγέτες έχουν παρουσιάσει την συμφωνία τους σαν να είναι αυτή που απαιτείται για να ηρεμήσει τις αγορές και να σταματήσει το σύνολο της ευρωζώνης και της ΕΕ από το να σέρνεται κάτω από το φαινόμενο του ντόμινο, με τη μία χώρα μετά την άλλη να απειλείται να χτυπηθεί, στην πραγματικότητα δεν έχουν λύσει τίποτα. Έχουν κερδίσει απλώς λίγο χρόνο. Το αν αυτό θα είναι λίγες εβδομάδες ή ημέρες θα δούμε. Ο χρόνος που έχουν κερδίσει είναι για ένα σκοπό μόνο: να τεθούν σε εφαρμογή αυστηρά μέτρα λιτότητας στην Ιταλία, την Ισπανία, την Πορτογαλία, την Ελλάδα και άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το τρίτο μέρος της συμφωνίας είναι η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Μέχρι τον Ιούνιο του 2012, οι ευρωπαϊκές τράπεζες πρέπει να μαζέψουν 106 δις σε νέα κεφάλαια. Αυτό είναι ένα προληπτικό μέτρο για την προστασία τους από ενδεχόμενες αθετήσεις πληρωμών από τις κυβερνήσεις και επίσης, για να υπερασπιστεί την ιταλική και την ισπανική οικονομία από μια επίθεση από τους κερδοσκόπους. Οι τράπεζες έπρεπε να αυξήσουν τα κεφάλαιά τους από την αγορά, αλλά εάν δεν μπορούν, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να τις στηρίξουν με μια περαιτέρω αύξηση του δημοσίου χρέους.

Μόλις ανακοινώθηκε αυτό το πακέτο, τα χρηματιστήρια ανέβηκαν σε όλο τον κόσμο και το ευρώ κέρδισε έδαφος στις αγορές χρήματος.

Τι έχει πραγματικά επιτευχθεί;

Όμως το σχέδιο αυτό είναι αρκετό για να αποφευχθεί άλλη μια σοβαρή κρίση σύντομα; Είναι πολύ σαφές ότι η ευρωπαϊκή αστική τάξη δεν σκέφτεται σε βάθος χρόνου. Ο λόγος για αυτό είναι ότι δεν έχουν μια μακροπρόθεσμη λύση. Η δέσμη μέτρων που έχουν καταλήξει προβλέπει ποσά που προσφέρουν απλά «μερικά βήματα πίσω από τον γκρεμό» και αγοράζουν λίγο επιπλέον χρόνο.

Σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο, χώρες όπως η Ισπανία και η Ιταλία θα έχουν κάποια «ανάπαυλα». Ωστόσο, σε μακροπρόθεσμη βάση - η οποία δεν είναι πολύ μακριά στο μέλλον - οι χώρες αυτές αναπόφευκτα θα καταλήξουν όπως η Ελλάδα και θα εκτεθούν επίσης σε κίνδυνο χρεοκοπίας. Μόλις συμβεί αυτό, δηλαδή όταν η Ιταλία και η Ισπανία δεν θα μπορούν πλέον να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους, το βάρος θα πέσει σε εκείνους που εγγυώνται την εξασφάλιση, δηλαδή σε χώρες όπως η Γερμανία και η Γαλλία και μερικοί άλλοι. Αυτό θα σημαίνει αύξηση του χρέους των χωρών αυτών.

Το γεγονός ότι οι τράπεζες αναγκάστηκαν να αποδεχθούν το 50% «κούρεμα» του ελληνικού χρέους, σημαίνει ότι, στην πραγματικότητα, έχουν αναγκαστεί να δεχτούν μια de facto μερική χρεοκοπία της Ελλάδα. Τεχνικά δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, καθώς δεν είναι η Ελλάδα που μονομερώς δηλώνει ότι δεν μπορεί να πληρώσει, αλλά στην πράξη  αυτό είναι που συμβαίνει. Οι τράπεζες πρέπει να αποδέχονται ότι δεν θα πάρουν πίσω ένα μεγάλο μέρος των δανείων τους από την Ελλάδα και είναι καλύτερα να πάρουν πίσω το μισό από το τίποτα.

Αυτό, σε συνδυασμό με την αύξηση κεφαλαίου στην οποία θα πρέπει να υποβληθούν, πρόκειται να ασκήσει τεράστια πίεση στις ευρωπαϊκές τράπεζες, ιδιαίτερα στις γαλλικές και τις γερμανικές. Έτσι, μια μεγαλύτερη και πιο σοβαρή τραπεζική κρίση ετοιμάζεται για το όχι και τόσο μακρινό μέλλον. Αυτό θα σημαίνει μείωση της προσφοράς πιστώσεων σε δανειολήπτες, η οποία θα ωθήσει ακόμη περισσότερο την οικονομία σε ύφεση.

Και πάλι, αυτό που έχουμε εδώ είναι μια κλασική περίπτωση προσωρινών μέτρων που αποτρέπουν  την άμεση κρίση, αλλά έτσι συσσωρεύουν ακόμη μεγαλύτερες αντιθέσεις για το μέλλον, προετοιμάζοντας μια πολύ βαθύτερη κρίση. Αυτό, όπως εξήγησε ο Μαρξ, είναι στην ίδια τη φύση του καπιταλισμού. Μπορεί να αναβληθεί η εμφάνιση της κρίσης για μια περίοδο, μερικές φορές ακόμη και για δεκαετίες, μόνο όμως για να προετοιμαστούν νέες και μεγαλύτερες κρίσεις.

Τα μέτρα που συμφωνήθηκαν από τους ηγέτες της ΕΕ δεν λύνουν τίποτα, απλώς θα αναβάλουν την κρίση. Ορισμένοι από τους πιο γνωστούς στρατηγούς του κεφαλαίου ισχυρίζονται ότι τα μέτρα αυτά θα ηρεμήσουν τις αγορές για μερικές εβδομάδες, αλλά από τη στιγμή που γίνεται σαφές ότι δεν αντιμετωπίστηκαν οι θεμελιώδεις αιτίες της κρίσης, η αναταραχή στις αγορές θα ξεσπάσει πάλι.

Η συμφωνία, για παράδειγμα, περιλαμβάνει την μείωση του χρέους της Ιταλίας, την επίτευξη ισοσκελισμένου προϋπολογισμού έως το 2013 και πλεονάσματος μέχρι το 2014, που θα επιφέρει μια μείωση στο συνολικό ακαθάριστο δημόσιο χρέος στο 113% του ΑΕΠ την χρονιά αυτή. Το Ιταλικό δημόσιο χρέος ανήλθε στο 119% του ΑΕΠ το 2010, και τώρα ανέρχεται σε 1,9 τρις €, καθιστώντας το, ένα από τα μεγαλύτερα δημόσια χρέη στον κόσμο. Οι τόκοι σε αυτό το επίπεδο του χρέους, το 2011 ανέρχονται σε 4,8% του ΑΕΠ ή περίπου 77 δισ. ευρώ.

Έτσι, στο αποκορύφωμα της απόπειρας μείωσης κατά 6 % του χρέους μέχρι το 2013, η ιταλική κυβέρνηση πρέπει επίσης, να βρεί κοντά στο 5% του ΑΕΠ για την κάλυψη των τόκων. Αυτό σημαίνει μείωση από το συνολικό της χρέος που ισοδυναμεί με περισσότερο από το 10% του ΑΕΠ, κάτι που σημαίνει αυστηρά μέτρα λιτότητας. Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση Μπερλουσκόνι είναι υπό πίεση για την επιτάχυνση της εισαγωγής των εν λόγω μέτρων, συμπεριλαμβανομένης της αύξησης της ηλικίας συνταξιοδότησης από τα 65 στα 67 έτη.

Όλες οι κυβερνήσεις στην Ευρώπη βρίσκονται υπό πίεση για την εφαρμογή ανάλογων μέτρων λιτότητας. Η συμφωνία είναι σαφής σχετικά με αυτό το σημείο: «Όλα τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ είναι πλήρως αποφασισμένα να συνεχίσουν την πολιτική της δημοσιονομικής εξυγίανσης και των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Ιδιαίτερη προσπάθεια θα απαιτηθεί από τα κράτη μέλη που βιώνουν εντάσεις στις αγορές κυβερνητικού χρέους». Και μετά μπαίνει σε συγκεκριμένες λεπτομέρειες σχετικά με το τι πρέπει να κάνουν κυρίως η Ισπανία και η Ιταλία. Οι κατακτήσεις και τα δικαιώματα της εργατικής τάξης που έχουν κερδίσει εδώ και δεκαετίες είναι τώρα κάτω από απειλή, συμπεριλαμβανομένων των βασικών συνδικαλιστικών δικαιωμάτων όπως οι συλλογικές διαπραγματεύσεις.

Αλλά αυτό που επιτυγχάνεται έτσι, είναι να συρρικνώνεται ακόμα πιο πολύ η αγορά. Οι εργαζόμενοι χάνουν τις δουλειές τους, οι κοινωνικές υπηρεσίες περικόπτονται και ο δανεισμός γίνεται όλο και πιο δύσκολος. Αυτός είναι ένας ατέρμονος φαύλος κύκλος όπου οι περικοπές στις δημόσιες δαπάνες οδηγούν σε περικοπές στην κατανάλωση, που με τη σειρά τους οδηγούν στη μείωση των ποσοστών του ΑΕΠ, γεγονός που σημαίνει ότι τα δημόσια έσοδα κατρακυλούν μεγαλώνοντας ακόμη περισσότερο τις αντιθέσεις.

Στη συμφωνία που επιτεύχθηκε χθες το βράδυ, σε σχέση με την Ιταλία διαβάζουμε ότι οι ηγέτες της ΕΕ, «... κάνουν ευπρόσδεκτα τα σχέδια της Ιταλίας για την εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων». Αλλά κανένα από τα προτεινόμενα μέτρα δεν μπορεί να οδηγήσει σε οικονομική ανάπτυξη. Όλα λειτουργούν προς την αντίθετη κατεύθυνση.

Κρίση του συστήματος

Οι λόγοι για αυτό δεν πρόκειται να βρεθούν σε αυτή ή την άλλη πολιτική, σε αυτή ή την άλλη χώρα που δήθεν «ζούσε πάνω από τις δυνατότητές της», αλλά στην ίδια τη φύση του καπιταλιστικού συστήματος. Ο καπιταλισμός περνάει μέσα από υφέσεις και ανακάμψεις. Για ορισμένες περιόδους, μερικές φορές, σχετικά μεγάλες περιόδους, όπως η περίοδος 1948-1973 μπορεί η ανάκαμψη να συντελεστεί σε μεγάλη κλίμακα. Σε τέτοιες περιόδους, κατά τις οποίες μας λένε ότι ο καπιταλισμός έχει λύσει όλες τις αντιφάσεις και τις αντιθέσεις του και μια κρίση όπως αυτή που συνέβη το 1929 δεν πρόκειται ποτέ να επαναληφθεί. Αλλά αναπόφευκτα η ανάκαμψη ακολουθείται από την κρίση. Έτσι η μεταπολεμική ανάκαμψη τελείωσε με την ύφεση του 1974.

Η παρούσα κρίση προετοιμάστηκε από τον τρόπο που οι ίδιοι οι καπιταλιστές βγήκαν από την κρίση της δεκαετίας του 1970. Από το 1980 και μετά, ο καπιταλισμός ως σύστημα προχώρησε σε ολομέτωπη επίθεση ενάντια στην εργατική τάξη, για να εξαλείψει όλα αυτά που κατακτήθηκαν από τους εργαζόμενους κατά την προηγούμενη περίοδο. Τα συνδικαλιστικά δικαιώματα τέθηκαν υπό επίθεση, σε μια απόπειρα να μειώσουν την ικανότητα των εργαζομένων να αντισταθούν στις επιθέσεις.

Στους εργατικούς χώρους υπήρχε αυξημένη πίεση, εντατικοποίηση, μείωση των διαλειμμάτων, επιμήκυνση των ωραρίων, απορύθμιση των εργασιακών σχέσεων και ούτω καθεξής. Υπήρξε το ένα κύμα ιδιωτικοποιήσεων μετά το άλλο, με σύγχρονες, δημόσιες επιχειρήσεις να πωλούνται φτηνά για να επιτραπεί στους καπιταλιστές η εξαγωγή γρήγορου και εύκολου κέρδους. Η συμμετοχή του κράτους στην οικονομία στο σύνολό της μειώθηκε ριζικά.

Όλα αυτά συρρίκνωσαν την πραγματική αγοραστική δύναμη σε σχέση με την ποσότητα των αγαθών που παράγονται. Αυτό εν μέρει εξισορροπήθηκε με το μετέπειτα άνοιγμα μεγάλων τμημάτων της παγκόσμιας οικονομίας στον καπιταλισμό, μέσα από την κατάρρευση του μπλοκ της Ανατολικής Ευρώπης και της Σοβιετικής Ένωσης και τη μετάβαση της Κίνας προς τον καπιταλισμό. Αυτή η εξέλιξη παρείχε νέες αγορές, αλλά και πηγή φθηνού εργατικού δυναμικού. Αυτό επέτρεψε επίσης την πτώση των τιμών πολλών καταναλωτικών αγαθών, κάνοντας τη ζωή πιο υποφερτή για τους εργαζόμενους.

Ωστόσο, πίσω από όλη αυτή τη διαδικασία ήταν μια εξαγωγή πιο μεγάλης υπεραξίας από τους εργαζόμενους. Αλλά εάν έχουμε αύξηση των κερδών, αυτό σημαίνει ότι το μερίδιο της πραγματικής αξίας που πηγαίνει στους εργαζόμενους μειώνεται. Το σύστημα προσπάθησε να αντιμετωπίσει αυτή την αντίφαση, δηλαδή της πτώσης των πραγματικών μισθών συγκριτικά με την ανάγκη να πουλήσει περισσότερο, από την επέκταση της πίστωσης σε πρωτοφανή κλίμακα.

Ως αποτέλεσμα αυτού, το χρέος διογκώθηκε παντού. Εφ 'όσον η αυξανόμενη πίστωση παρείχε τεχνητό πεδίο επέκτασης για την οικονομία, όλοι έδειχναν ευχαριστημένοι. Η αυξανόμενη κατανάλωση, που τροφοδοτείται από δάνεια, είχε αντίκτυπο στην αγορά. Η αυξανόμενη ζήτηση οδήγησε σε αύξηση των επιπέδων της παραγωγής και αύξηση των κερδών. Αλλά όλα αυτά είχαν ένα όριο και το όριο αυτό εκδηλώθηκε το 2007-08, όταν οι τράπεζες περιέπεσαν σε κρίση και έμελε να διασωθούν από το δημόσιο χρήμα. Μετά από δεκαετίες καταγγελιών κάθε είδους κρατικής παρέμβασης στην οικονομία, ξαφνικά το αστικό κράτος αναγκάστηκε να παρέμβει στην οικονομία σε μια μαζική κλίμακα, παρέχοντας δισεκατομμύρια στις τράπεζες.

Αυτό σήμανε μια μεταφορά του ιδιωτικού χρέους από τις τράπεζες στο κράτος. Και από τη στιγμή που το κράτος ήταν υπερχρεωμένο πέρασε τον λογαριασμό στην εργατική τάξη με τη μορφή των μέτρων λιτότητας. Έτσι, η πίστωση, με άλλα λόγια το χρέος, ενώ αποτελούσε ένα στοιχείο που αρχικά έδινε ώθηση στην οικονομία, τελικά μεταβλήθηκε σε αιτία της παρούσας κρίσης.

Αυτό που αποκαλύπτεται μέσα από αυτή την εξέλιξη είναι ότι οι θεμελιώδεις αντιφάσεις του καπιταλιστικού συστήματος, που εν μέρει, καλύφθηκαν πίσω από την πιστωτική έκρηξη έχουν τώρα επανέλθει στην επιφάνεια.  Αυτό είναι που υπονομεύει την καπιταλιστική Ευρωπαϊκή ενοποίηση. Στο αποκορύφωμα της ανάκαμψης κατάφεραν να επιτύχουν μια συμφωνία για τη δημιουργία του ευρώ. Όσο η οικονομία βρισκόταν σε πλήρη άνθιση, αυτό καμουφλάριζε τις τεράστιες διαφορές ανάμεσα στις οικονομίες που απαρτίζουν την Ευρωζώνη.

Η πιο εμφανής αντίφαση είναι αυτή μεταξύ του επιπέδου της ελληνικής οικονομίας και εκείνου της γερμανικής. Η παραγωγικότητα του γερμανικού εργατικού δυναμικού είναι 30% υψηλότερη από ό,τι η αντίστοιχη του ελληνικού. Το στοιχείο αυτό αντανακλά την πιο ανεπτυγμένη και προηγμένη φύση του γερμανικού καπιταλισμού. Στη Γερμανία υπήρξε αύξηση των επενδύσεων στη βιομηχανία και αυτό καθιστά τον γερμανικό καπιταλισμό έναν ισχυρό ανταγωνιστή στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια αγορά. Η ελληνική αστική τάξη από την άλλη πλευρά, είναι πολύ πιο εξαρτώμενη από το κράτος και από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ελληνική οικονομία έχει αναπτυχθεί πολύ λιγότερο και η βιομηχανία της έχει υποχωρήσει.

Σε μια τέτοια κατάσταση, εφ' όσον η πιστωτική έκρηξη θα συνέχιζε να «δουλεύει» και η συνολική «πίτα» των κερδών να μεγαλώνει, η Ελλάδα θα μπορούσε επίσης να επωφεληθεί. Τώρα, ωστόσο, που η «πίττα» έχει σταματήσει να μεγαλώνει, ο ανταγωνισμός είναι πιο μεγάλος και οι ισχυρότερες οικονομίες, ιδίως η Γερμανία, πιέζουν ασφυκτικά τις πιο αδύναμες, όπως η Ελλάδα, αλλά και η Ιταλία. Η Ελλάδα είναι τώρα στο τέταρτο έτος της ύφεσης και το ΑΕΠ της Ιταλίας αυξάνεται ελάχιστα. Αυτό καθιστά ακόμη πιο δύσκολο για αυτές τις χώρες να χρηματοδοτήσουν τα χρέη τους και έτσι αναγκάζονται να δανείζονται ακόμη περισσότερο. Αυτή η κατάσταση δεν μπορούσε να συνεχιστεί για πάντα και έτσι τώρα εκδηλώθηκε η κρίση.

Όλες οι πολιτικές διαχείρισης θα οδηγήσουν στην καταστροφή

Το δίλημμα που αντιμετωπίζει η αστική τάξη είναι ότι καμία από τις δύο κλασικές οικονομικές πολιτικές, ο κεϋνσιανισμός και ο μονεταρισμός, δεν μπορεί να λειτουργήσει. Ιστορικά, ο καπιταλισμός έχει ταλαντευθεί μεταξύ των δύο συνταγών. Κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου η κεϋνσιανή μέθοδος κυριάρχησε. Αυτή η μέθοδος ουσιαστικά σημαίνει ότι το κράτος πρέπει να παίξει ένα μεγάλο ρόλο στην οικονομία, μέσω των δημόσιων δαπανών. Η ιδέα είναι ότι όταν το κράτος επενδύει σε μεγάλα έργα, όπως στην κατασκευή δρόμων, την υγειονομική περίθαλψη, τη στέγαση, ακόμα και τη λειτουργία τμημάτων της παραγωγής, αυτό προσφέρει θέσεις εργασίας, οι οποίες δημιουργούν ζήτηση, η οποία με τη σειρά της ενθαρρύνει την περαιτέρω ανάπτυξη. Αυτή τουλάχιστον ήταν η θεωρία.

Τελικά τη δεκαετία του 1970, μια μακρά περίοδος χρηματοδότησης της οικονομίας μέσω του ελλείμματος οδήγησε στην εκτόξευση του δημόσιου χρέους και στην αύξηση του πληθωρισμού. Αυτό παρήγαγε μια αλλαγή 180 μοιρών στην ασκούμενη οικονομική πολιτική παντού. Ο στόχος ήταν να μειωθεί ο πληθωρισμός. Έτσι ο μονεταρισμός επανήλθε στο προσκήνιο. Η ιδέα ήταν ότι, επειδή η αυξανόμενη χρηματοδότηση της οικονομίας μέσω του ελλείμματος είχε οδηγήσει σε πληθωρισμό, η προσφορά χρήματος έπρεπε να τεθεί υπό έλεγχο. Αυτό περιελάμβανε την αύξηση των επιτοκίων και τη μείωση δραστικά τις δημόσιες δαπάνες. Η ευρείας κλίμακας ιδιωτικοποίηση των κρατικών εταιρειών ήταν μέρος όλων αυτών των συνταγών.

Στις παρούσες συνθήκες πώς μπορεί οποιαδήποτε από αυτές τις πολιτικές να παράγει τα επιθυμητά αποτελέσματα; Το κράτος είναι υπερχρεωμένο παντού. Με τη μαζική διάσωση των τραπεζών, από το 2008 το δημόσιο χρέος εκτοξεύτηκε παντού. Αλλά αυτό το χρέος δεν ήταν το αποτέλεσμα των κρατικών δαπανών για την ανάπτυξη των υποδομών, τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης κλπ. Ήταν απλά ένα τεράστιο ποσό χρημάτων που ρίχνονται στην άβυσσο του τραπεζικού χρέους. Έτσι, το χρέος ανέβηκε, χωρίς όμως να έχουμε μια κλασσική κεϋνσιανή επίδραση ώθησης στην οικονομία.

Ο μονεταρισμός από την άλλη πλευρά θα συνεπαγόταν τη μείωση της προσφοράς χρήματος και την άνοδο των επιτοκίων. Αν γίνει αυτό υπό τις παρούσες συνθήκες, θα αυξηθεί σημαντικά το κόστος δανεισμού και ως εκ τούτου, θα οδηγούμασταν σε μια περαιτέρω μείωση των επενδύσεων. Επίσης, αυτό θα μπορούσε να αυξήσει σημαντικά το επίπεδο των ήδη υφισταμένων αποθεμάτων του χρέους.

Το γεγονός είναι ότι έχουν εξαντλήσει τη χρήση των δύο κλασικών πολιτικών συνταγών, του κεϋνσιανισμού και του μονεταρισμού, και τώρα το μόνο που τους έχει απομείνει είναι η εκτύπωση χρήματος. Μπορούν να προβαίνουν στη μεταμφίεση αυτής της μεθόδου, χρησιμοποιώντας όρους όπως «ποσοτική χαλάρωση», αλλά η αλλαγή του ονόματος δεν αλλάζει την ουσία των πραγμάτων. 

Η εκτύπωση χρήματος είναι ένα απελπισμένο μέτρο, το οποίο δείχνει ότι η αστική τάξη βρίσκεται σε αδιέξοδο. Νομίζουν ότι αν ρίξουν μεγάλες ποσότητες χαρτονομισμάτων στην οικονομία αυτό θα τονώσει την αγορά. Αλλά το μόνο πράγμα που κάνει η εκτύπωση περισσότερου χρήματος όπως έχει δείξει το παρελθόν είναι να προκαλεί υψηλότερα επίπεδα του πληθωρισμού. Τελικά οδηγεί σε υποτίμηση του νομίσματος και ως εκ τούτου, στο να απαιτούνται περισσότερα χρήματα για να αγοραστούν τα ίδια προϊόντα. Σε βάθος χρόνου αυτό μπορεί να οδηγήσει σε υπερπληθωρισμό.

Και ο υπερπληθωρισμός είναι αυτό που φοβάται η γερμανική αστική τάξη, σχεδόν πάνω από οτιδήποτε άλλο. Αυτό εξηγεί το γιατί η γερμανική αστική τάξη, που δεσπόζει στην ΕΕ, χρησιμοποιεί την οικονομική της ισχύ για την επιβολή λιτότητας στην υπόλοιπη Ευρώπη. Αλλά με την καταναγκαστική επιβολή λιτότητας στην Ευρώπη, φέρνουν απλώς πιο κοντά μια πανευρωπαϊκή ύφεση και την καθιστούν ακόμα πιο βαθιά.

Η λιτότητα στην Ελλάδα, την Ιταλία, την Ισπανία και αλλού, σημαίνει συρίκνωση της αγοράς. Παραδόξως αυτό σημαίνει, επίσης, την συρρίκνωση των αγορών για τις βιομηχανικές εξαγωγές της Γερμανίας. Αυτό εξηγεί τους πολύ αργούς ρυθμούς ανάπτυξης της Γερμανίας σήμερα. Σημαίνει, επίσης, ότι καθίσταται πιο δύσκολο για αυτές τις χώρες να αναπτυχθούν λόγω των μεγάλων χρεών τους.

Η Ελλάδα έχει χρεοκοπήσει ήδη εν μέρει. Αργά ή γρήγορα θα χρεοκοπήσει εντελώς. Αυτό που συνέβη στην Ελλάδα θα επαναληφθεί στην Πορτογαλία, την Ιρλανδία και στη συνέχεια στην  Ιταλία και την Ισπανία και σε αρκετές άλλες χώρες.

 Καθώς η κάθε χώρα θα πλησιάζει σε ένα τέτοιο κρίσιμο σημείο, οι κερδοσκόποι γύπες θα επωφελούνται χτυπώντας και επιδεινώνοντας την κατάσταση, τραβώντας μία χώρα μετά την άλλη στην άβυσσο. Όταν αυτό συμβεί, τα χρέη της Ιταλίας και της Ισπανίας, τα οποία έχουν ασφαλιστεί από την Γερμανία και τη Γαλλία θα είναι ανεξόφλητα και έτσι το χρέος που συσσωρεύεται στο Νότο της Ευρώπης, θα μεταφερθεί προς το Βορρά. Συνεπώς, θα γίνει μια πανευρωπαϊκή κρίση χρέους, που θα συνοδεύεται από σοβαρή πανευρωπαϊκή επιδημία λιτότητας. 

Τα μέτρα που συμφωνήθηκαν την Τετάρτη, στην καλύτερη περίπτωση μπορούν να αναβάλλουν μόνο μια σοβαρή κρίση για μερικές εβδομάδες ή μήνες, πιθανώς έως τον επόμενο χρόνο. Αυτό που κάνουν οι καπιταλιστές είναι στην πραγματικότητα εντελώς παράλογο από οικονομική άποψη. Σύμφωνα με το «νόμους της αγοράς» η Ελλάδα πρέπει να αφεθεί να χρεοκοπήσει πλήρως και μετά να αποβληθεί από το ευρώ και την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Ένα τέτοιο σενάριο θα έχει σοβαρές συνέπειες, όμως, για την υπόλοιπη Ευρώπη. Θα προκαλούσε μια αλυσιδωτή αντίδραση που θα έφερνε τη μια χρεοκοπία μετά την άλλη. Θα οδηγούσε στην κατάρρευση πολλών γαλλικών και γερμανικών τραπεζών, που είναι σε μεγάλο βαθμό εκτεθειμένες στην Ελλάδα και θα βύθιζε ολόκληρη την Ευρώπη σε βαθιά κατάρρευση.

Έτσι λοιπόν όπως βλέπουμε, αυτό που είναι λογικό από καθαρά οικονομική άποψη δεν μπορεί να εφαρμοστεί χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι ευρύτερες επιπτώσεις που θα είχε. Πέρα όμως από αυτό, υπάρχουν οι πολιτικές και κοινωνικές επιπτώσεις. Οι Έλληνες εργαζόμενοι ωθούνται στα όρια του τι μπορούν να ανεχτούν. Αυτό προκαλεί μια έκρηξη της ταξικής πάλης σε μια κλίμακα που δεν είχαμε δει για χρόνια.

Πορεία προς την επανάσταση

Η Ελλάδα ωθείται προς την επανάσταση και η επανάσταση αυτές τις μέρες είναι πολύ μεταδοτική, επειδή οι ίδιες συνθήκες αναπτύσσονται παντού. Το κίνημα στην Ελλάδα είναι πηγή έμπνευσης για τους εργαζόμενους σε άλλες χώρες. Και η εργατική τάξη δεν ήταν ποτέ τόσο ισχυρή όσο είναι σήμερα. Παρά την παρωχημένη προπαγάνδα ότι η εργατική τάξη έχει μειωθεί σε μέγεθος, η πραγματικότητα είναι ότι η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού είναι τώρα μέρος της εργατικής τάξης με τη μαρξιστική έννοια του όρου, δηλαδή με την έννοια ότι εξαρτάται από τη μισθωτή εργασία.

Την τελευταία περίοδο έχουμε δει μαζικές κινητοποιήσεις των εργαζομένων και της νεολαίας σε μεγάλα τμήματα της Ευρώπης. Στην Ελλάδα έχουμε δει τη μια γενική απεργία μετά την άλλη. Στην Ιρλανδία, είδαμε τεράστιες διαδηλώσεις, καθώς η κρίση βύθισε τη χώρα. Είδαμε το υπέροχο κίνημα των εργαζομένων της Γαλλίας πέρυσι. Στην Ισπανία, το κίνημα του «indignados» αποκάλυψε την οργή που είχε αναπτυχθεί στις τάξεις των εργαζομένων και της νεολαίας. Και στην Ιταλία έχουμε δει ήδη ισχυρές κινητοποιήσεις.

Αυτό που βλέπουμε είναι η αρχή μιας πανευρωπαϊκής επανάστασης. Επί του παρόντος, είναι μερικές χώρες που έχουν επηρεαστεί περισσότερο από άλλες. Αυτό αντικατοπτρίζει σε ποιο βαθμό η κρίση έχει προχωρήσει σε κάθε μία από αυτές τις χώρες. Αλλά δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι όλες οι χώρες κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση. Είναι όλες στον ίδιο δρόμο, με κάποιες πιο μπροστά και άλλες λίγο πίσω. Στη Βρετανία, βλέπουμε την προετοιμασία για μια κινητοποίηση που θα αποδειχθεί πιθανώς η μεγαλύτερη που θα έχει οργανωθεί από τα συνδικάτα τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1970 και ενδεχομένως ακόμη μεγαλύτερη. Η θέληση των εργατών για αγώνα είναι ξεκάθαρη. 

Δυστυχώς, αυτό που είναι, επίσης, εξαιρετικά σαφές είναι η έλλειψη μιας μαχητικής ηγεσίας των συνδικάτων και των εργατικών κομμάτων. Στην Ελλάδα είναι η σοσιαλδημοκρατία, το ΠΑΣΟΚ, ένα κόμμα που δημιουργήθηκε από τους εργαζόμενους στο επαναστατικό έτος 1974 όπου είχαμε την κατάρρευση του καθεστώτος των Συνταγματαρχών, που εφαρμόζει τώρα δρακόντεια μέτρα λιτότητας. Στην Ισπανία η «σοσιαλδημοκρατική» κυβέρνηση του Θαπατέρο έχει θεσπίσει τα μέτρα λιτότητας, έχει συνάψει ακόμα και συμφωνίες με το δεξιό PP και τώρα ετοιμάζεται να το πληρώσει με μια μεγάλη εκλογική ήττα στις προσεχείς εκλογές. Στην Πορτογαλία, ήταν η σοσιαλιστική κυβέρνηση που πραγματοποίησε τα μέτρα λιτότητας και που συμφώνησε με τους «όρους διάσωσης» και στη συνέχεια συντρίφτηκε κατά τις εκλογές του Ιουνίου. 

Στην Ιταλία οι πρώην κομμουνιστές ηγέτες ενώθηκαν με αστικούς πολιτικούς σχηματισμούς και δημιούργησαν το Δημοκρατικό Κόμμα. Αυτό το κόμμα κάνει κριτική στον Μπερλουσκόνι για ολιγωρίες, δηλαδή για το ότι δεν είναι αρκετά αποφασισμένος για την εφαρμογή της λιτότητας. Στη Βρετανία έχουμε την ηγεσία του Εργατικού Κόμματος που έχει κάνει σαφές ότι δεν έχει καμία πραγματική εναλλακτική λύση. Η μόνη διαφορά που θέτουν είναι ότι εκείνοι μπορούν να εφαρμόσουν πρόγραμμα λιτότητας πιο ήπια. Λένε ότι αν και στην αντιπολίτευση, είναι σαφές ότι μετά την επιστροφή τους στην κυβέρνηση θα συνεχίσουν τις ίδιες πολιτικές με την παρούσα κυβέρνηση των «Συντηρητικών-Φιλελευθέρων».

Όλοι αυτοί οι ηγέτες είναι τα προϊόντα του παρελθόντος, όταν δηλαδή ο καπιταλισμός ήταν σε άνθηση. Δεν μπορούν να φανταστούν κανένα άλλο σύστημα εκτός από το καπιταλιστικό. Το γεγονός ότι ο καπιταλισμός δεν μπορεί να βελτιώσει τη ζωή των εργαζόμενων γίνεται δεκτό παθητικά από αυτούς τους ηγέτες. Εφαρμόζουν τη λιτότητα ελπίζοντας ότι αυτή η πολιτική θα «δουλέψει» και μια μέρα όλα θα επανέλθουν όπως ήταν πριν. Αλλά αυτό δεν θα συμβεί. Αυτή είναι η πιο σοβαρή κρίση από το 1929 και μπορεί να αποδειχθεί ακόμη χειρότερη.

Τα όρια του ρεφορμισμού

Σε αυτές τις συνθήκες η ρεφορμιστική Αριστερά βλέπει την αιτία της κρίσης όχι στις θεμελιώδεις αντιφάσεις του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά σε πράγματα όπως «η έλλειψη της κρατικής ρύθμισης» και  «η μη αρκετή τιθάσευση της αγοράς». Στη Βρετανία, μερικοί απ 'αυτούς φθάνουν ακόμη και μέχρι το να δηλώσουν ότι η σημερινή κυβέρνηση διεξάγει λιτότητα «από ιδεολογικές προκαταλήψεις», αγνοώντας βολικά το γεγονός ότι στην Ισπανία και την Ελλάδα είναι η σοσιαλδημοκρατία που εφαρμόζει τα ίδια μέτρα με την ίδια αυστηρότητα.

Άλλοι στα αριστερά, για παράδειγμα το ΚΚΕ στην Ελλάδα, απευθύνουν έκκληση για έξοδο από το ευρώ και ακόμη και από την ίδια την ΕΕ. Αυτό αγνοεί το γεγονός ότι είτε μέσα είτε έξω από το ευρώ, η Ελλάδα οφείλει πολλά χρήματα. Η καπιταλιστική Ελλάδα εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα αντιμετώπιζε μια τεράστια κατάρευση. Τα δύο τρίτα των εξαγωγών της Ελλάδας κατευθύνονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η αλήθεια είναι ότι εντός ή εκτός της ΕΕ, η Ελλάδα θα αντιμετωπίσει περισσότερο ή λιγότερο, το ίδιο καταστροφικό οικονομικό σενάριο. Αυτή η κρίση δεν οφείλεται στην ύπαρξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πρόκειται για κρίση του καπιταλιστικού συστήματος. Η Ισλανδία δεν ήταν μέρος της ΕΕ και όμως ήταν η πρώτη που χτυπήθηκε από την κρίση.

Αυτό δεν σημαίνει ότι εμείς τασσόμαστε στο ελάχιστο υπέρ της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αντίθετα, θεωρούμε ότι η ΕΕ είναι απλώς η Ένωση των αφεντικών με στόχο την ενίσχυση των συμφερόντων των ισχυρών ευρωπαϊκών καπιταλιστών. Η ΕΕ επιβάλλει την πολιτική της επίθεσης ενάντια στην εργατική τάξη παντού. Και αυτή η Ένωση δεν μπορεί να μεταρρυθμιστεί σε κάποιου είδους «κοινωνικής Ευρώπης». Είμαστε αντίθετοι σε αυτό, αλλά η απάντηση δεν είναι οι πολλές μικρές εθνικές μορφές καπιταλισμού, αλλά η ενότητα των εργαζομένων της Ευρώπης στον αγώνα για τις Ενωμένες Πολιτείες της σοσιαλιστικής Ευρώπης.

Αυτό που αντιμετωπίζουμε είναι μια παγκόσμια κρίση του καπιταλισμού. Αυτό αντικατοπτρίζεται σε κινήματα όπως το «Καταλάβετε την Wall Street» που έχει εξαπλωθεί σε πολλές πόλεις των ΗΠΑ και αντανακλάται σε ολόκληρο τον κόσμο.

Αυτό που προετοιμάζεται είναι η επανάσταση. Η αραβική επανάσταση ήταν μέρος αυτής της διαδικασίας. Η Ευρώπη ακολουθεί πολύ σύντομα και έπειτα έρχονται οι ΗΠΑ.

Τα καθήκοντα των μαρξιστών

Σε αυτές τις συνθήκες ποια είναι τα καθήκοντα των μαρξιστών; Σε όλο το υλικό μας, εδώ και πολλά χρόνια έχουμε προβλέψει ότι μια τέτοια κρίση θα ξεσπάσει αργά ή γρήγορα. Σταθήκαμε πιστοί σε αυτή την προοπτική, όταν πολλοί άλλοι είχαν εγκαταλείψει τον αγώνα. Πολλοί πρώην αριστεροί έχουν γίνει δεξιοί σοσιαλδημοκράτες. Δεν έβλεπαν κανένα μέλλον για τις γνήσιες σοσιαλιστικές ιδέες. Αλλά ο λόγος που οι μαρξιστές στάθηκαν κόντρα στο ρεύμα είναι γιατί ήταν οπλισμένοι με την επιστημονική μέθοδο του μαρξισμού, μια μέθοδο η οποία δεν εξαντλείται κοιτάζοντας την επιφανειακή πτυχές της κάθε δεδομένης κατάστασης. Εξετάσαμε βαθύτερα όλες τις υποβόσκουσες βασικές αντιφάσεις και μπορέσαμε να προβλέψουμε σωστά που θα οδηγούσαν αυτές τελικά.

Το πρόβλημα είναι ότι η μάζα των απλών ανθρώπων που εργάζονται δεν είναι οπλισμένοι με μια τέτοια μέθοδο κατανόησης. Όταν το σύστημα φαινόταν ότι λειτουργεί προσφέροντας θέσεις εργασίας, στέγαση, υγειονομική περίθαλψη, εκπαίδευση, αξιοπρεπείς μισθούς οι περισσότεροι άνθρωποι ανέχονται το σύστημα. Τώρα, όμως, μια τεράστια αλλαγή στη συνείδηση λαμβάνει χώρα μεταξύ των εκατομμυρίων των εργαζομένων και της νεολαίας.

Όταν η κρίση ξέσπασε το 2008 μας είπαν ότι ήταν προσωρινή. Οι τράπεζες είχαν διασωθεί, το δημόσιο χρέος αυξήθηκε και τα μέτρα λιτότητας άρχισαν να εφαρμόζονται. Τώρα, τρία χρόνια αργότερα, αντί να δούμε κάποια βελτίωση, η κρίση επιδεινώνεται. Οι εργαζόμενοι, αφού απρόθυμα υπέκυψαν στο πρώτο κύμα των επιθέσεων, αρχίζουν να κατανοούν ότι αυτή δεν είναι μια βραχυπρόθεσμη, προσωρινή κρίση, που μπορεί να ξεπεραστεί με μια μικρή δόση λιτότητας. Η επίθεση στις συνθήκες διαβίωσης είναι αδυσώπητη και ποτέ δεν τελειώνει.

Αυτό δημιουργεί ένα ανοιχτό χάσμα μεταξύ των αναγκών των εργαζομένων και τις πολιτικές και τη σκέψη των λεγόμενων εργατικών ηγετών. Υπάρχει ένα τεράστιο χάσμα ανάμεσα στο αντικειμενικό αδιέξοδο - το οποίο μπορεί να επιλυθεί μόνο μέσω της κατάργησης της καπιταλιστικής ελεύθερης αγοράς - και στα προγράμματα της ηγεσίας των πολιτικών και συνδικαλιστικών οργανώσεων της εργατικής τάξης. Οι ηγέτες των συνδικάτων σε όλη την Ευρώπη δεν είναι ικανοί για το έργο που τους έχει ανατεθεί. Όταν κινούνται, γενικά το κάνουν υπό πίεση από τα κάτω και ακόμη και τότε, κινητοποιούνται με τον ρητό στόχο να αφήσουν να βγει από την «χύτρα μια ποσότητα ατμού», μέσα από έναν συμβολικό αγώνα και στη συνέχεια να επιστρέψουν οι εργάτες πίσω στη δουλειά. Αυτό συμβαίνει ακόμα και στην Ελλάδα μετά από τη μεγάλη 48ωρη γενική απεργία της περασμένης εβδομάδας.

Υπάρχει όμως και μια άλλη πλευρά σε αυτό. Δεδομένου ότι τα όρια της ηγεσίας εκτίθενται όλο και περισσότερο, θα δημιουργηθεί από τα κάτω η πίεση για να εκλεγούν πιο μαχητικοί ηγέτες. Αυτή η διαδικασία έχει ήδη ξεκινήσει σε ορισμένες χώρες. Στην Ιταλία η διαδικασία αυτή οδήγησε την Ομοσπονδία των εργατών μετάλλου, τη FIOM, να αναλάβει το ρόλο της αντιπολίτευσης. Αυτό θα επαναλαμβάνεται από δω και πέρα σε όλες τις χώρες.

Στον αγώνα για να μετατρέψουν τα συνδικάτα σε οργανώσεις που αγωνίζονται πραγματικά, οι εργαζόμενοι τελικά θα προσπαθήσουν να μεταμορφώσουν τις υφιστάμενες μαζικές τους οργανώσεις. Στην Ελλάδα βλέπουμε την πίεση που ασκείται σε όλα τα κόμματα της Αριστεράς. Η ηγεσία του ΚΚΕ δέχεται πιέσεις να εγκαταλείψει σεκταριστική προσέγγισή της απέναντι στην υπόλοιπη Αριστερά. Η βάση του ΠΑΣΟΚ έχει στραφεί στα συνδικάτα, πιέζοντας τους ηγέτες της ΠΑΣΚΕ να σπάσουν από το κόμμα και έτσι συζητιέται η ίδρυση ενός νέου κόμματος. Είναι ακόμη νωρίς, αλλά μπορούμε ήδη να δούμε το πώς η πίεση από τα κάτω αρχίζει να εκφράζεται στις μαζικές οργανώσεις.

Σε αυτή την περίπτωση, οι Μαρξιστές πρέπει να ξέρουν πώς να ενεργήσουν. Είμαστε ακόμη μια μικρή δύναμη, αλλά σε ορισμένες χώρες έχουμε καθιερωθεί ως μια σοβαρή αντιπολιτευτική δύναμη. Πρέπει να οικοδομήσουμε τις δυνάμεις μας με υπομονή, παρεμβαίνοντας στα μαζικά κινήματα για να κερδίσουμε τα πιο προχωρημένα στρώματα. Το έργο αυτό είναι προπαρασκευαστικό για το μεγαλύτερο έργο που μας περιμένει, της παρέμβασης στην μαζικά αριστερά ρεύματα που αναπόφευκτα θα δημιουργηθούν στο μέλλον. Αν έχουμε δημιουργήσει μια επαρκή βάση, σε ένα ορισμένο σημείο, αυτή θα συνδεθεί πρώτα με τα πιο προχωρημένα στρώματα των εργαζομένων και της νεολαίας και στη συνέχεια με τα ευρύτερα στρώματα.

Η κρίση που έχουμε εισέλθει, δεν μπορεί να λυθεί με διορθώσεις σε αυτή ή εκείνη την πτυχή της οικονομίας. Το καπιταλιστικό σύστημα πρέπει να ανατραπεί και να αντικατασταθεί με έναν ορθολογικό σχεδιασμό της οικονομίας υπό τον δημοκρατικό έλεγχο της εργατικής τάξης. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Εκατομμύρια εργαζόμενοι έχουν ήδη αρχίζει να συμπεραίνουν, ότι πρόκειται για το ίδιο το σύστημα που βρίσκεται σε κρίση. Αυτό αντανακλάται στις δημοσκοπήσεις που δείχνουν ότι υπάρχει συντριπτική υποστήριξη στα κινήματα διαμαρτυρίας που έχουν αναπτυχθεί παντού («Αγανακτισμένοι» κλπ).

Το καθήκον των μαρξιστών είναι να φτάσουν σε αυτά τα προχωρημένα στοιχεία της νεολαίας και της εργατικής τάξης που ξεκίνησαν να αγωνίζονται και να εξηγήσουν ότι ο αγώνας για τον σοσιαλισμό είναι η μόνη εναλλακτική λύση. Η εκπαίδευση μαρξιστικών στελεχών με ρίζες στο κίνημα της εργατικής τάξης είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για την οικοδόμηση μιας μαρξιστικής ηγεσίας.

Γι’ αυτό  καλούμε όλους τους αναγνώστες μας να συσπειρωθούν μαζί μας και να μας βοηθήσουν στο να οικοδομήσουμε την Μαρξιστική Τάση σε όλες τις χώρες. Η ώρα μας, η ώρα του μαρξισμού έχει έρθει!

Translation: Μαρξιστική Φωνή (Greece)