Επανάσταση και αντεπανάσταση στη Λιβύη

Το άρθρο έχει γραφτεί στις 21 Οκτωβρίου 2011. Η σύλληψη και ο φόνος του Συνταγματάρχη Καντάφι έχει περιγραφεί  λεπτομερώς από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης με όλες τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες. Με το θάνατο του Καντάφι και την κατάληψη της Σύρτης, το Εθνικό Μεταβατικό Συμβούλιο συζητάει για τον σχηματισμό μεταβατικής κυβέρνησης. Το ΕΜΣ (Εθνικό Μεταβατικό Συμβούλιο) έχει ήδη αναγνωριστεί από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις των οποίων τα συμφέροντα εκπροσωπεί. Παρ' όλα αυτά πολλοί απλοί Λίβυοι βλέπουν με δικαιολογημένη καχυποψία το ΕΜΣ και τους ιμπεριαλιστές βοηθούς τους.

Αν και ο Καντάφι συνελήφθη ζωντανός, εκτελέστηκε με συνοπτικές διαδικασίες. Αλλά δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε γιατί δε δικάστηκε. Αν είχε δικαστεί θα μπορούσε να αποκαλύψει όλες τις προγενέστερες συμφωνίες του με ανθρώπους σαν τον Μπλερ, τον Σαρκοζύ και τον Μπερλουσκόνι. Αυτό αποδεικνύει γιατί οι προαναφερόμενοι γλέντησαν τόσο πολύ με το θάνατό του. Η υποκρισία τους είναι εξόφθαλμα φανερή, αφού στο παρελθόν είχαν κάνει πολλές επικερδείς συμφωνίες με τον Καντάφι, ενώ είχαν παραδώσει στο καθεστώς του ακόμα και ανθρώπους, ώστε να τους βασανίσει.

Ο θάνατος του Καντάφι και η τελική πτώση του καθεστώτος του κλείνει ένα κεφάλαιο. Παρόλα αυτά, στην ουσία απλώς σηματοδοτεί ένα σημείο στροφής στην κατάσταση. Τώρα που το παλιό καθεστώς έχει τελικά φύγει, μια πάλη θα ξεκινήσει για το μέλλον της Λιβύης. Σε αυτή την πάλη θα δούμε τις δυνάμεις και της επανάστασης και της αντεπανάστασης να προσπαθούν να πάρουν το πάνω χέρι. Εδώ δημοσιεύουμε μια ανάλυση της κατάστασης του Άλαν Γουντς.

Η σύγχυση της Αριστεράς

Η Αριστερά έχει δείξει τεράστια σύγχυση όσον αφορά τα γεγονότα στη Λιβύη. Από τη μια μεριά, κάποιοι άνθρωποι έχουν συνθηκολογήσει με τον ιμπεριαλισμό μέχρι το σημείο να υποστηρίζουν τη στρατιωτική επέμβαση του ΝΑΤΟ. Αυτό ήταν και αφελές και συνάμα αντιδραστικό. Το να επιτρέπεις τη δικαιοσύνη κάποιου να επισκιάζεται από την υποκριτική μελωδία των πληρωμένων ΜΜΕ και το να καταπίνεις τα ψέματα που μιλάνε για την περίφημη ''ανθρωπιστική'' επέμβαση για να ''προστατεύσουμε τους πολίτες'' ήταν ακραία ανόητο.

Η επέμβαση του ΝΑΤΟ δεν έγινε σε καμιά περίπτωση για ανθρωπιστικούς λόγους ή για να προστατεύσει αθώους πολίτες. Διατάχθηκε από ψυχρούς και κυνικούς υπολογισμούς. Οι ίδιοι άνθρωποι που είχαν μια στενή σχέση με τον Καντάφι, που τον είχαν προμηθεύσει με όπλα και είχαν στείλει πολιτικούς κρατούμενους στη Λιβύη για να βασανιστούν από τη μυστική του αστυνομία μπορούν πάρα πολύ δύσκολα να υποστηρίξουν τις ''ανθρωπιστικές'' αξίες. Δεν έχουν δείξει την ίδια λεπτή ανησυχία για τον ταλαιπωρημένο λαό του Μπαχρέιν.

Η χειραφέτηση του λιβυκού λαού είναι υπόθεση του λιβυκού λαού και μόνο. Δε μπορεί να αφεθεί στους ιμπεριαλιστές, οι οποίοι έχουν υποστηρίξει κάθε αιματοβαμμένο δικτατορικό καθεστώς στη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή για δεκαετίες. Το πρώτο αίτημά μας είναι να έρθει ένα τέλος σε κάθε ξένη ανάμειξη στη Λιβύη. Αφήστε το λιβυκό λαό να χειριστεί τα προβλήματά του με το δικό του τρόπο.

Παρ' όλα αυτά, το άλλο ρεύμα μέσα στην Αριστερά δεν ήταν καλύτερο. Πήγαν στο άλλο άκρο και στήριξαν τον Καντάφι, τον οποίο χρωμάτισαν με κόκκινα χρώματα ως ''προοδευτικό'', ''αντιιμπεριαλιστή'' και ακόμη ως ''σοσιαλιστή''. Τίποτα από αυτά δεν ήταν αλήθεια. Είναι αλήθεια ότι το λιβυκό καθεστώς (όπως επίσης και το καθεστώς της Συρίας) είχε ένα διαφορετικό χαρακτήρα από ό,τι τα καθεστώτα της Τυνησίας και της Αιγύπτου. Αλλά αυτό δεν άλλαξε σημαντικά την καταπιεστική του φύση, ούτε μπορεί να οριστεί ως γνήσια αντιιμπεριαλιστικό.

Για  να ρίξουμε φως πάνω στις πραγματικές διαδικασίες που συνέβησαν δεν είναι αρκετό να τοποθετήσουμε ένα συν ή πλην ενάντια σε αυτές τις δύο εξίσου λαθεμένες θέσεις. Πρέπει να δούμε ολόκληρη την εικόνα και όχι απλά να παρουσιάσουμε μια μονόπλευρη άποψη.

Πρέπει να δούμε την κατάσταση, όπως ακριβώς είναι. Αλλά το πιο σημαντικό λάθος από μια μαρξιστική οπτική γωνία είναι το να αρνείσαι ή να ελαττώνεις τα επαναστατικά ή τα δυνητικά επαναστατικά στοιχεία της εξίσωσης. Αυτό που χρειάζεται είναι μια πολύπλευρη και ισορροπημένη προσέγγιση που παίρνει όλα τα στοιχεία υπόψη και δείχνει πως οι αντιθέσεις μπορούν να λυθούν. Το κύριο πρόβλημα -όπως στην Αίγυπτο- είναι η έλλειψη της επαναστατικής ηγεσίας.

Η ιστορία είναι γεμάτη από παραδείγματα επαναστάσεων που ηττήθηκαν, τερματίστηκαν ή προδόθηκαν από δυνάμεις με άλλα ταξικά συμφέροντα. Η Λιβύη δεν είναι εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα. Το γεγονός ότι μια λαϊκή επανάσταση έλαβε χώρα δε σημαίνει ότι η σίγουρη επιτυχία της είναι εξασφαλισμένη. Αλλά αυτή η γενική παρατήρηση είναι το ίδιο αληθινή για την Τυνησία και την Αίγυπτο όπως είναι και για τη Λιβύη.

Στην Ισπανία κατά την περίοδο 1931-37, υπήρχαν όλες οι αντικειμενικές συνθήκες για τη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης. Ο Τρότσκι εξήγησε ότι η ισπανική εργατική τάξη ήταν ικανή να κάνει όχι μία αλλά δέκα επαναστάσεις. Όμως, η Ισπανική Επανάσταση πρώτα υποχώρησε στα αστικά στοιχεία και έπειτα ηττήθηκε, και ο λαός της Ισπανίας έπρεπε να υποφέρει τέσσερις δεκαετίες φασισμού ως αποτέλεσμα. Φυσικά, οι συνθήκες είναι πολύ διαφορετικές, με την έννοια ότι στην Ισπανία στη δεκαετία του 1930 υπήρχαν δυνατές εργατικές οργανώσεις, αλλά παρόλα αυτά η Ισπανική Επανάσταση καταλήφθηκε από τάσεις που την κατέστρεψαν. Ακριβώς το ίδιο πράγμα θα μπορούσε να είχε συμβεί στη Ρωσία το 1917. Ας θυμηθούμε ότι χωρίς την παρουσία του Μπολσεβίκικου Κόμματος κάτω από την ηγεσία του Λένιν και του Τρότσκι, η Ρωσική Επανάσταση θα μπορούσε επίσης να καταλήξει σε ήττα.

Οι ιδιομορφίες του καθεστώτος Καντάφι

Το καθεστώς του Καντάφι είχε έναν πολύ ιδιόμορφο χαρακτήρα. Αρχικά, ο Καντάφι είχε μια μαζική βάση στο λαό ως αποτέλεσμα της αντιιμπεριαλιστικής ρητορικής του. Το καθεστώς, το οποίο παρουσιαζόταν ως ''σοσιαλιστικό'', εθνικοποίησε την πλειονότητα της οικονομίας, και με άφθονα αποθέματα πετρελαίου και με μικρό πληθυσμό, στάθηκε ικανό να προσφέρει μια σχετικά υψηλή ποιότητα ζωής, υγεία και εκπαίδευση για την πλειοψηφία του λαού. Αυτό έδωσε στο καθεστώς του, αρκετή σταθερότητα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αυτό εξηγεί επίσης γιατί, μετά τον αρχικό ξεσηκωμό εναντίον του, ο Καντάφι, παρόλα αυτά, ήταν ακόμα ικανός να συγκεντρώσει αρκετή υποστήριξη για να αντισταθεί για αρκετούς μήνες και έτσι δεν ανατράπηκε αμέσως.

Παρ' όλα αυτά, ήταν ένα σύστημα που συγκέντρωσε όλη την εξουσία στα χέρια ενός ανθρώπου, εμποδίζοντας καθετί που έμοιαζε με πολιτικό ή ακόμα κοινωφελές ίδρυμα. Δεν υπήρχε κυρίαρχο κόμμα (τα πολιτικά κόμματα ήταν απαγορευμένα), υπήρχε μόνο μια πολύ μικρή γραφειοκρατία και ένας αδύναμος, χωρισμένος στρατός. Ο Καντάφι διατήρησε τον εαυτό του στην εξουσία διαμέσου ενός πολύπλοκου συστήματος πατριαρχίας, συμμαχιών με φυλετικούς αρχηγούς και ενός δικτύου ανεπίσημων επαφών.

Τα τελευταία 20 χρόνια -και ειδικά την τελευταία δεκαετία- το καθεστώς του Καντάφι είχε ξεκινήσει να μειώνει τον κρατικό έλεγχο στην οικονομία και προσπαθούσε να φτάσει σε μία συμφωνία με τον ιμπεριαλισμό, ανοίγοντας τις αγορές του και υιοθετώντας την ''ελεύθερη αγορά'' στα οικονομικά και νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Εισήγαγε κάποιες μεταρρυθμίσεις που προσανατολίζονταν στην ελεύθερη αγορά, συμπεριλαμβανομένου και της συμμετοχής του στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, μειώνοντας επιχορηγήσεις και ανακοινώνοντας σχέδια για ιδιωτικοποίηση. Από το 2003 περισσότερες από 100 κρατικές επιχειρήσεις έχουν ιδιωτικοποιηθεί σε βιομηχανίες συμπεριλαμβανομένων διυλιστηρίων πετρελαίου, τουρισμού και κατοικίας, εκ των οποίων οι 29 βρίσκονταν σε ποσοστό 100% στα χέρια ξένων.

Αυτό το βήμα προς την οικονομία της αγοράς οδήγησε σε μια πτώση στην ποιότητα ζωής πολλών Λίβυων και σε πλουτισμό μιας μειοψηφίας, κυρίως της οικογένειας Καντάφι. Αυτό ήταν και ένας από τους βασικούς λόγους που προκάλεσε τη λαϊκή δυσαρέσκεια που οδήγησε στην εξέγερση. Κατά την τελευταία περίοδο της εξουσίας του Καντάφι, η ζωή των απλών ανθρώπων γινόταν συνεχώς και πιο δύσκολη. Τα επίπεδα φτώχειας μεγάλωναν ως αποτέλεσμα της υιοθέτησης των νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Μετά το 1999 στράφηκαν απότομα προς την οικονομία της αγοράς και στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Αλλά αυτό μόνο ωφέλησε μια μικρή ελίτ που αποτελούνταν κυρίως από την οικογένεια Καντάφι, συγκεκριμένες φυλές και από μέλη της ασφάλειας του κράτους.

Αυτό εξηγεί επιμέρους τις διασπάσεις στο κυβερνητικό στρατόπεδο, με μια ολόκληρη σειρά πρώην στρατηγών, υπουργών και μεγαλοεπιχειρηματιών που στράφηκαν ενάντια στον Καντάφι και πήδηξαν από το βυθιζόμενο πλοίο, ψάχνοντας την ίδια στιγμή να προσγειωθούν πάνω στο γνήσιο επαναστατικό κίνημα που είχε ξεσπάσει από τα κάτω.   

Υπήρξε επανάσταση στη Λιβύη;

Το κίνημα στη Λιβύη ήταν μέρος του γενικού επαναστατικού αναβρασμού που σάρωσε τον αραβικό κόσμο, μετά τις εξεγέρσεις στην Τυνησία και την Αίγυπτο. Ξεκίνησε με μια λαϊκή εξέγερση στη Βεγγάζη. Επρόκειτο για μια αυθόρμητη εξέγερση χωρίς ηγεσία και χωρίς σαφώς προσδιορισμένους στόχους, εκτός από έναν: την ανατροπή του μισητού καθεστώτος. Το κίνημα αυτό είχε αναμφισβήτητα έναν προοδευτικό χαρακτήρα, ο οποίος μπορούσε να εξελιχθεί σε επαναστατικό.

Η κύρια κινητήρια δύναμη της εξέγερσης ήταν οι επαναστατημένες μάζες: οι φτωχοί των αστικών κέντρων, οι εργαζόμενοι και τα κατώτερα στρώματα της μικροαστικής τάξης. Ένας μεγάλος αριθμός μεσαίων στρωμάτων (γιατροί, δικηγόροι κλπ.) κινήθηκαν επίσης κατά του Καντάφι. Η κύρια αδυναμία της εξέγερσης έγκειται στο ότι η εργατική τάξη δεν είναι οργανωμένη - πολύ λιγότερο από ότι στην Αίγυπτο και την Τυνησία. Είναι συγκεντρωμένη στον τομέα του πετρελαίου, ο οποίος σε μεγάλο βαθμό απασχολεί ξένο εργατικό δυναμικό. Το προλεταριάτο δεν ήταν σε θέση να θέσει τη σφραγίδα του στο κίνημα.

Όπως και στην περίπτωση της Τυνησίας και της Αιγύπτου, το επαναστατικό κίνημα των μαζών δεν είχε καμία συνεκτική ηγεσία. Επιπλέον, η κατάσταση στη Λιβύη ήταν ακόμα πιο περίπλοκη εξαιτίας όλων των εθνικών, περιφερειακών και φυλετικών στοιχεία και εξαιτίας και του λιγότερου σημαντικού ρόλου που διαδραμάτισε η εργατική τάξη, όλα αυτά τα ζητήματα, ήρθαν ακόμα περισσότερο στο προσκήνιο.

Ιστορικά η Λιβύη αποτελείται από τρεις επαρχίες (ή πολιτείες), την Τριπολίτιδα στα βορειοδυτικά, την Μπάρκα (ή Κυρηναϊκή) στα ανατολικά, και τη Φεζζάν στα νοτιοδυτικά. Οι περιοχές αυτές ήταν ενωμένες κάτω από την μπότα του ιταλικού ιμπεριαλισμού, ο οποίος  διαίρεσε τη χώρα το 1934 σε τέσσερις επιμέρους επαρχίες και μία ευρύτερη διοικητική  περιοχή: τις Τρίπολη, Μιζουράτα, Βεγγάζη, Μπάιντα και τη Λιβυκή Σαχάρα. Για να στερεώσει την εξουσία του Καντάφι προσπάθησε να στρέψει τους Άραβες κατά των Βέρβερων, τους ανατολικούς εναντίον των δυτικών, τη μια φυλή εναντίον της άλλης. Οι τοπικές αντιπαλότητες και οι φυλετικές συμμαχίες έκαναν την κατάσταση πιο περίπλοκη και συνέβαλαν στην ταχεία κάθοδο σε εμφύλιο πόλεμο.

Η φύση απεχθάνεται το κενό. Ελλείψει μιας ηγεσίας, τα αστικά στοιχεία ήρθαν στο προσκήνιο. Οργάνωσαν το λεγόμενο Εθνικό Μεταβατικό Συμβούλιο. Τα μέλη του αυτό-διορίστηκαν στις θέσεις αυτές, μη εκλεγμένοι και χωρίς καμία ευθύνη. Προώθησαν τους εαυτούς τους στο προσκήνιο, παραγκωνίζοντας τις επαναστατημένες μάζες, κυρίως της νεολαίας, οι οποίοι και αγωνίστηκαν περισσότερο.

Η εξέγερση της Βεγγάζης

Όπως και στην Αίγυπτο, οι πρώτες διαδηλώσεις στη Βεγγάζη οργανώθηκαν μέσω  Facebook. Η 17η Φεβρουαρίου ορίστηκε ως η ημερομηνία έναρξης για τις διαδηλώσεις. Σε μια προσπάθεια να αποτρέψει τις διαδηλώσεις, το καθεστώς Καντάφι συνέλαβε τον αντιφρονούντα δικηγόρο Fathi Terbil στις 15 Φεβρουαρίου. Ο Terbil βοηθούσε και συντόνιζε τις οικογένειες των θυμάτων της φυλακής Αμπού Σαλίμ, όπου 1.200 αθώοι κρατούμενοι σφαγιάστηκαν το 1996 ύστερα από τις διαταγές του Καντάφι.

Η σύλληψη του Terbil είχε το αντίθετο αποτέλεσμα, αφού οι οικογένειες των δολοφονημένων βγήκαν στους δρόμους, για να διαμαρτυρηθούν κατά της σύλληψής του την ίδια μέρα, φωνάζοντας «Ξύπνα Βεγγάζη, η ημέρα που περιμένατε έχει έρθει!» Οι άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους για να διαμαρτυρηθούν. Ένα μεγάλο μέρος της ανατολικής Λιβύης συμμετείχε στις διαμαρτυρίες: οι πόλεις Al-Marj, Al-Bida, Derna, Shahat, Τομπρούκ καθώς και η Ajdabiya.

Ο Καντάφι απάντησε στέλνοντας στρατεύματα ενάντια στο λαό, συμπεριλαμβανομένων μισθοφόρων, καθώς και πολιτοφυλακές διοικούμενες από τους γιους του, έναντι των αόπλων διαδηλωτών. Πολλοί έχασαν τη ζωή τους μέχρι τη στιγμή που οι εξεγερμένοι κατέλαβαν τα στρατόπεδα του στη Βεγγάζη. Αυτό ώθησε αμέσως την κατάσταση προς την κατεύθυνση ενός εμφυλίου πολέμου.

Η ηρωική εξέγερση των μαζών στη Βεγγάζη μπορεί να συγκριθεί με την εξέγερση των εργατών της Βαρκελώνης το 1936, οι οποίοι επιτέθηκαν στο φασιστικό στρατό σχεδόν μόνο με τα γυμνά χέρια τους. Οι άοπλοι διαδηλωτές αναγκάστηκαν να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους με ραβδιά, πέτρες και μπουκάλια γεμάτα με βενζίνη που έριχναν στο στρατόπεδο. Ένας από τους διαδηλωτές φόρτωσε το αυτοκίνητό του με φιάλες αερίου οικιακής χρήσης και το οδήγησε στο στρατώνα, καταστρέφοντας δύο τοίχους.

Οι αντάρτες χρειάστηκαν μέρες να καταλάβουν τους στρατώνες της Βεγγάζης. Υπό την πίεση του επαναστατικού λαού, ο στρατός άρχισε να ραγίζει. Το τάγμα της Βεγγάζη, που διοικούταν από το Στρατηγό Αμπντούλ Φατάχ Γιουνίς προσχώρησε στην εξέγερση, η οποία οδήγησε και στην κατάληψη του στρατώνα. Όταν ο λαός της Βεγγάζης μπήκε στο κτίριο, βρήκαν τα σώματα πολλών στρατιωτών που τους είχαν πυροβολήσει για την άρνησή τους να ακολουθήσουν διαταγές και να πυροβολήσουν ενάντια στο λαό τους.

Τελικά, αυτό που είχε ξεκινήσει ως αποκλειστικά ανατολική επανάσταση, εξαπλώθηκε και στις δυτικές πόλεις. Διαδηλώσεις ξέσπασαν και στην Al-Zawia, τη Μιζουράτα, καθώς και σε ορισμένες περιοχές στην πρωτεύουσα. Η αντίδραση του Καντάφι ήταν άμεση και άκρως αιματηρή. Χρησιμοποίησε μισθοφόρους για να συντρίψουν κάθε κίνημα ενώ έστειλε μαχητικά αεροσκάφη και το πολεμικό ναυτικό, για να επιτεθούν στην Ανατολή. Αρκετοί πιλότοι αυτομόλησαν και ζήτησαν πολιτικό άσυλο στη Μάλτα και την Αίγυπτο.

Έντονη καταστολή χρησιμοποιήθηκε για να πνίξει το κίνημα στην Τρίπολη, όπου πραγματοποιήθηκαν διαδηλώσεις κατά την έναρξη της εξέγερσης. Πολλοί άνθρωποι δολοφονήθηκαν, απήχθησαν και βασανίστηκαν. Οι συναθροίσεις απαγορεύθηκαν και οι δρόμοι της πρωτεύουσας περιπολούνταν από μισθοφόρους. Οι τηλεφωνικές κλήσεις παρακολουθούνταν. Το καταπιεστικό καθεστώς κατάφερε να φιμώσει το κίνημα στην Τρίπολη για κάποιο χρόνο, μέχρι που ξέσπασε και πάλι τον Αύγουστο.

Το καθεστώς ετοίμαζε μια αντεπίθεση για να συντρίψει κάθε αντίσταση στην Ανατολή. Ένα ποτάμι από αίμα χώριζε το καθεστώς από το λαό. Ο Καντάφι δήλωσε ότι δε θα σταματήσει σε τίποτα για να συντρίψει την επανάσταση και να πνίξει στο αίμα τη Βεγγάζη. Η λαϊκή εξέγερση μετατράπηκε γρήγορα σε έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο.

Ο ρόλος του ΝΑΤΟ

Το Εθνικό Μεταβατικό Συμβούλιο (NTC) στη Βεγγάζη κάλεσε το ΝΑΤΟ να επέμβει. Στις προηγούμενες επαναστατικές αναταραχές στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, οι ιμπεριαλιστές δεν μπόρεσαν να παρέμβουν. Τώρα, όμως, κατάλαβαν ότι είχαν την ευκαιρία να παίξουν κάποιο ρόλο στην κατάσταση. Οι Αμερικανοί, οι Γάλλοι και οι Βρετανοί ήρθαν σε επαφή με το NTC, που, όπως ειπώθηκε, στην ουσία είναι μια συμμαχία αστικών στοιχείων και κάποιων πρώην υπουργών του καθεστώτος Καντάφι. Η ενέργεια αυτή δείχνει και την εντελώς αντιδραστική φύση του «σώματος» αυτού.

Αλλά θα ήταν λάθος να υπερβάλλουμε το ρόλο του NTC, ή να πιστεύουμε ότι είχε τον πλήρη έλεγχο. Αντίθετα, το NTC δεν είχε σταθερό έλεγχο των ανταρτών, οι οποίοι αρχικά το αντιμετώπιζαν με καχυποψία και εχθρότητα. Αυτό φαίνεται από το περιστατικό του Μαρτίου, όταν βρετανικές δυνάμεις συνελήφθησαν από τις αντάρτικες δυνάμεις, ενώ προσπαθούσαν να μπουν στη Βεγγάζη για να επικοινωνήσουν με τους ηγέτες του NTC. Αυτό ενόχλησε την κυβέρνηση του Λονδίνου, η οποία δεν μπόρεσε να εξηγήσει την παρουσία των δυνάμεων αυτών στη Λιβύη.

Αυτό που άλλαξε τη στάση των ανταρτών ήταν ο άμεσος κίνδυνος μιας ολομέτωπης επίθεσης του Καντάφι στην Βεγγάζη. Ο Σαΐφ αλ-Ισλάμ Καντάφι, δήλωσε κατά την έναρξη της σύγκρουσης: «Η Λιβύη δεν είναι Τυνησία, δεν είναι Αίγυπτος ... Θα γίνει εμφύλιος πόλεμος,, θα υπάρξει αιματοχυσία στους δρόμους..» Ο Καντάφι ο ίδιος απείλησε να κυνηγήσει τους αντάρτες σαν τα ποντίκια: «Από σπίτι σε σπίτι, από σοκάκι σε σοκάκι».

Ο φόβος μιας επικείμενης σφαγής, όπως τροφοδοτούταν από τις ομιλίες του Καντάφι, δημιούργησε ένα κλίμα, όπου οι απαιτήσεις του NTC για ένοπλη ξένη επέμβαση, άρχιζαν να κερδίζουν έδαφος, ακόμη και μεταξύ των μαζών που είχαν ταχθεί αρχικά ενάντια σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Οι διάφορες φωνές υπέρ μιας «ανθρωπιστικής» επέμβασης έδωσε στους ιμπεριαλιστές μια καλή δικαιολογία για την παρέμβαση. Οι πολιτικοί στο Παρίσι και το Λονδίνο ήταν ιδιαίτερα πρόθυμοι να παρέμβουν. Αυτό οφείλεται εν μέρει και από τις βραχυπρόθεσμες εκτιμήσεις των ιμπεριαλιστών: την πτώση της δημοτικότητας και του Σαρκοζί και του κυβερνητικού συνασπισμού στη Βρετανία.

Για άλλη μια φορά, ο δήθεν Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών αποκαλύφθηκε ως βιτρίνα των ιμπεριαλιστών, δίνοντας κυνική υποστήριξη σε μια υποτιθέμενη «ανθρωπιστική» παρέμβαση. Αλλά οι κύριοι λόγοι ήταν οικονομικού και στρατηγικού χαρακτήρα. Περιττό να πούμε ότι η ανάγκη να σωθούν ζωές Λιβύων δεν έπαιξε κανέναν ρόλο.

Η Γαλλία ειδικότερα, είχε τη δική της ατζέντα και συμφέροντά της. Ο Σαρκοζί προσπάθησε να αποκαταστήσει τη φήμη του στον αραβικό κόσμο, μετά την υποστήριξη του έκπτωτου δικτάτορα Μπεν Αλι στην Τυνησία. Η Γαλλία θεωρούσε πάντα ότι η Αφρική (κυρίως η Βόρεια) και η Μέση Ανατολή, βρίσκονται εντός της σφαίρας επιρροής της. Δεν είναι τυχαίο ότι τα γαλλικά στρατεύματα υποστήριξαν το πραξικόπημα στην Ακτή του Ελεφαντοστού, που αντικατέστησε τον Gbagbo, με το ανδρείκελο των Δυτικών (κυρίως Γάλλων), Ouattara.

Στη Βρετανία, προηγουμένως ο Τόνι Μπλερ δημιούργησε μια ένθερμη σχέση με τον Καντάφι. Τώρα ο Κάμερον διέταξε τη Βασιλική Αεροπορία να τον βομβαρδίσει. Ωστόσο, δεν υπήρξε καμία πραγματική αλλαγή στην πολιτική του βρετανικού ιμπεριαλισμού. Οι Βρετανοί από την αρχή είχαν τα μάτια τους στον πετρελαϊκό πλούτο της Λιβύης, με ή χωρίς τον Καντάφι. Ο πόλεμος, όπως εξήγησε ο Clausewitz, είναι απλώς η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα.

Το ΝΑΤΟ και ο Εμφύλιος Πόλεμος

Οι Αμερικανοί, σε αντίθεση με τους Γάλλους και Βρετανούς, ήταν επιφυλακτικοί. Αφού έκαψαν τα δάχτυλά τους άσχημα στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, δε βιάζονταν να εμπλακούν σε έναν εναέριο πόλεμο στη Λιβύη, που θα μπορούσε εύκολα να καταλήξει σε ένα ακόμα πόλεμο στο έδαφος. Συμφώνησαν να συμμετάσχουν μόνο μετά από τις πιέσεις από το Λονδίνο και το Παρίσι και υπό την προϋπόθεση ότι η αποστολή θα ήταν υπό την ηγεσία του ΝΑΤΟ και όχι της Αμερικής.

Ένας αριθμός Αμερικανών στρατηγών εξέφρασε σοβαρές αμφιβολίες για αυτή την αποστολή. Ήξεραν ότι είναι αδύνατο να κερδίσουν έναν πόλεμο μόνο με αεροπορικές δυνάμεις. Στο Αφγανιστάν, στηρίχθηκαν στις δυνάμεις της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, και στο Κοσσυφοπέδιο στον UCK για να διεξάγουν τις επίγειες μάχες. Στη Λιβύη, αν και οι εναέριες επιθέσεις του ΝΑΤΟ σαφώς έπαιξαν ρόλο στην καταστροφή των στρατιωτικών δυνατοτήτων του Καντάφι, ο πόλεμος έπρεπε να δοθεί και να κερδηθεί στο έδαφος. Αυτό αποδείχθηκε ότι δεν ήταν τόσο εύκολο όσο πίστευαν οι ιμπεριαλιστές.

Σε έναν εμφύλιο πόλεμο, η πολιτική διαδραματίζει ακόμη πιο αποφασιστικό ρόλο από ό, τι σε ένα κανονικό πόλεμο. Η έλλειψη μιας πραγματικής επαναστατικής πολιτικής δεν επέτρεψε τη μαζική μείωση των υποστηρικτών του Καντάφι. Ένας άλλος παράγοντας ήταν οι διαιρέσεις μεταξύ των ηγετών των ανταρτών, καθώς και ο ρόλος ορισμένων πρώην αξιωματικών του Καντάφι, για τους οποίους υπήρχαν υποψίες (μάλλον σωστές) ότι σκέφτονταν να προχωρήσουν σε συμφωνία με το καθεστώς. Όταν ο πόλεμος διεξαγόταν "κανονικά", οι δυνάμεις του Καντάφι είχαν το πλεονέκτημα ενός επαγγελματικού στρατού με ανώτερο εξοπλισμό και εκπαιδευμένους στρατιώτες.

Για όλους αυτούς τους λόγους, ο εμφύλιος πόλεμος πήρε ένα παρατεταμένο και αιματηρό χαρακτήρα. Οι δυνάμεις των ανταρτών ήταν, στην ουσία, ανεκπαίδευτοι και κακά οπλισμένοι πολίτες. Στρατηγοί του ΝΑΤΟ εξέφρασαν την ανοιχτή περιφρόνηση τους για τον αντάρτικο στρατό. Ο Economist ανέφερε ένας από αυτούς να λέει: «Δεν βρίσκονται πραγματικά σε ρυθμό πολέμου και δεν φαίνεται να θέλουν πραγματικά να πολεμήσουν. Αυτά που λένε, είναι απλά φλυαρίες.»

Αν και η αεροπορία μπορεί να παίξει ένα ρόλο- κλειδί στην καταστροφή των δυνάμεων εδάφους, είναι γνωστό ότι οι πόλεμοι δεν κερδίζονται μόνο από αυτή. Η πρόσφατη εμπειρία της Λιβύης μας το  επιβεβαιώνει. Οι αεροπορικές επιθέσεις του NATO  χρησιμοποιήθηκαν για να σταματήσουν την προέλαση του Καντάφι στη Βεγγάζη και επέτρεψαν στους επαναστάτες να ξεκινήσουν  την αντεπίθεσή τους .Αλλά από μονές τους, δεν επαρκούν για να εγγυηθούν μια αποφασιστική νίκη. Στην πραγματικότητα, μετά από μήνες εντατικού εναέριου βομβαρδισμού ο πόλεμος στο έδαφος έφτασε σε αδιέξοδο.

Φωνές ανησυχίας υψώθηκαν στο Λονδίνο και το Παρίσι εκφράζοντας το φόβο ότι ο πόλεμος πιθανότατα να κρατήσει, όχι μήνες αλλά για χρόνια. Η εκστρατεία στη Λιβύη ήταν πολύ ζημιογόνα: από τις αρχές του Οκτώβρη η κυβέρνηση της Βρετανίας ξόδεψε τουλάχιστον 1.75 δισεκατομμύρια λίρες, ενώ οι Η.Π.Α. ξόδεψαν τουλάχιστον 1 δισεκατομμύριο δολάρια, κάτι που ήταν δύσκολο να το  δικαιολογήσουν σε καιρούς λιτότητας, μείωσης του προϋπολογισμού και πτώσης του βιοτικού επίπεδου. Ο Βρετανός υπουργός εξωτερικών William Hague προέβη σε απαισιόδοξες δηλώσεις προετοιμάζοντας τη διεθνή γνώμη για μια εκτενή στρατιωτική επιχείρηση στη Λιβύη.

Οι Γάλλοι ήταν πιο ανήσυχοι. Τα γαλλικά μαχητικά αεροπλάνα ευθύνονται για το ένα τρίτο όλων των αεροπορικών επιδρομών που πραγματοποίησε το NATO. H εφημερίδα Le Monde στο πρωτοσέλιδο της σχολίασε αρνητικά: «Η Γαλλία δεν έχει πια τα στρατιωτικά μέσα, που χρειάζονται για τις πολιτικές της φιλοδοξίες». Στις 11 Μαΐου, ο Γάλλος αρχηγός του στρατού, Ναύαρχος Edouard Guillard, παραδέχτηκε: «Οι γαλλικές ένοπλες δυνάμεις σήμερα είναι ευάλωτες και αδύναμες. Δεν πρέπει να το αρνούμαστε ή να το κρύβουμε. Βρισκόμαστε σε μια δύσκολη κατάσταση.»

Η Τουρκία, σαν μέλος του ΝΑΤΟ μπήκε και αυτή σε πολύ δύσκολη θέση. Έχοντας αναπτύξει στενές σχέσεις με το καθεστώς του Καντάφι και έχοντας λάβει προσοδοφόρες συναλλαγές ως αντάλλαγμα. Η Τουρκία προσπάθησε να αντισταθεί στην προθυμία της Βρετανίας να παρέμβει. Από τη στιγμή που έγινε ξεκάθαρο ότι η καρέκλα του Καντάφι έτριζε, ο Ερντογάν έσπευσε να δημιουργήσει ένα ρόλο για την Τουρκία στην Λιβύη μετά την αναπόφευκτη πτώση του καθεστώτος.               

Όμως ακόμα και η περιορισμένη βομβαρδιστική εκστρατεία σύντομα αποκάλυψε τις αδυναμίες στις στρατιωτικές δυνατότητες του ΝΑΤΟ, ενώ διαφωνίες δημιουργήθηκαν στις τάξεις του. Τη γερμανική κυβέρνηση δεν την ενδιέφερε καθόλου το ζήτημα της Λιβύης, ενώ άλλες χώρες, όπως η Ιταλία, είχαν μηδαμινή συνεισφορά στο πόλεμο. Η Βρετανική και η Γαλλική κυβέρνηση παραπονέθηκαν έντονα ότι οι "σύμμαχοι" τους από το ΝΑΤΟ δεν τους βοήθησαν αρκετά, κατηγορώντας για παράδειγμα τη Γερμάνια και την Ιταλία.

Translation: Marxistiki Foni (Greece)