Μιανμάρ: Το κίνημα ενάντια στο πραξικόπημα λαμβάνει επαναστατικό χαρακτήρα

Στις 31 Ιανουαρίου ο στρατός της Μιανμάρ προχώρησε σε πραξικόπημα συλλαμβάνοντας την Αούνγκ Σαν Σου Κι (ΑΣΣΚ) Κρατική Σύμβουλο της Μιανμάρ και ηγέτη του κόμματος National League for Democracy (NLD).


[Source]

Το 2008 η στρατιωτική δικτατορία της Μιανμάρ, μετά από μία περίοδο μαζικών κινημάτων, επιχείρησε μία «δημοκρατική» μετάβαση δημιουργώντας ένα νέο Σύνταγμα και προχωρώντας σε εκλογές το 2010. Ωστόσο στο νέο «δημοκρατικό » καθεστώς ο στρατός συνέχιζε να έχει σε μεγάλο βαθμό τον έλεγχο. Στο νέο Σύνταγμα προβλεπόταν πως ο στρατός θα μπορεί να διορίζει το 25% των βουλευτών και θα έχει τον έλεγχο βασικών υπουργείων, όπως το Υπουργείο Άμυνας και Εσωτερικού.

Οι εκλογικές αναμετρήσεις έδειξαν ωστόσο, πως η στρατιωτική ολιγαρχία είναι πλήρως απομονωμένη στην κοινωνία. Στις εκλογές του 2015, το κόμμα της ΑΣΣΚ, National League for Democracy (NLD), κέρδισε την πλειοψηφία με 60.3%, ενώ το κόμμα του στρατού Union Solidarity and Development Party (USDP), έλαβε μόλις 9%. Στις εκλογές του Νοεμβρίου του 2020 η στρατιωτική ολιγαρχία προσπάθησε να κερδίσει την πλειοψηφία. Είχαν ήδη εξασφαλισμένες τις 166 θέσεις της Βουλής, χρειάζονταν ακόμη 167. Αντί γι’ αυτό όμως γνώρισαν μία ταπεινωτική ήττα. Το NLD ενισχύθηκε λαμβάνοντας το 61,6 % ενώ το USPD έλαβε μόλις 3% και εξασφάλισε 33 θέσεις.

Η ενίσχυση της υποστήριξης για το ΝLD ήταν μία σοβαρή προειδοποίηση για τη στρατιωτική κάστα της Μιανμάρ, η οποία σωστά φοβήθηκε πως οι μάζες θα πίεζαν για περιορισμό των προνομίων του στρατού και για δημοκρατικές ελευθερίες. Έτσι λοιπόν προχώρησαν σε πραξικόπημα.

Η αστική τάξη καταφεύγει συνήθως σ’ ένα πραξικόπημα μόνο όταν έχει εξαντλήσει όλες τις διαθέσιμες επιλογές. Επιπρόσθετα, για να είναι επιτυχημένο ένα πραξικόπημα, το κίνημα της εργατικής τάξης και της νεολαίας πρέπει να έχει ήδη οδηγηθεί σε αδιέξοδο από τους ηγέτες του και να βρίσκεται σε υποχώρηση.

Ωστόσο υπάρχουν στιγμές στην Ιστορία, όπου η αντιπαράθεση ανάμεσα στις διάφορες πτέρυγες της αστικής τάξης φτάνει σε τέτοια επίπεδα όπου δεν λαμβάνεται υπόψη ο παραπάνω κανόνας. Το πραξικόπημα στη Μιανμάρ δεν εκφράζει μόνο την απόπειρα καταστολής του εργατικού κινήματος και της νεολαίας αλλά και την αντιπαράθεση ανάμεσα στην στρατιωτική ολιγαρχία και την αναδυόμενη φιλελεύθερη αστική τάξη που στηρίζεται από τον ιμπεριαλισμό.

Η διάσπαση στους κόλπους της άρχουσας τάξης μπορεί να δημιουργήσει «ρωγμές» στο καθεστώς μέσα από τις οποίες μπορεί να εκφραστεί η αγανάκτηση των μαζών. Αυτό βλέπουμε να συμβαίνει τώρα με το μαζικό κίνημα στη Μιανμάρ, το οποίο έχει λάβει επαναστατικά χαρακτηριστικά. Στη χώρα έχουν ξεσπάσει οι μεγαλύτερες κινητοποιήσεις από το 1988. Οι μάζες της Μιανμάρ κατακλύζουν τους δρόμους αντιμετωπίζοντας χωρίς φόβο πάνοπλες στρατιωτικές και αστυνομικές δυνάμεις.

Η εργατική τάξη μπαίνει στο προσκήνιο

Αυτό που ανησυχεί ιδιαίτερα τη στρατιωτική ολιγαρχία είναι πως το κίνημα ενάντια στη Χούντα δεν περιορίζεται σε διαδηλώσεις στους δρόμους. Η εργατική τάξη της Μιανμάρ έχει μπει αποφασιστικά στον αγώνα με ένα εκτεταμένο απεργιακό κίνημα.*

Η εργατική τάξη είναι η δύναμη που μπορεί να αλλάξει την κοινωνία. Μπορεί να παραλύσει ολόκληρη τη χώρα και αν είχε την κατάλληλη ηγεσία, θα μπορούσε να τραβήξει πίσω της όλα τα άλλα στρώματα του πληθυσμού: τη νεολαία, τα μικροαστικά στρώματα, τους αγρότες και τις εθνικές μειονότητες και όχι μόνο να ανατρέψει το στρατιωτικό καθεστώς αλλά να σαρώσει επίσης και τον καπιταλισμό στη Μιανμάρ.

Η τραγωδία της Μιανμάρ είναι ότι η εργατική τάξη δεν διαθέτει μία ηγεσία που να είναι διατεθειμένη να προβάλει διεκδικήσεις πέρα από τα πιο στοιχειώδη δημοκρατικά αιτήματα. Και όμως, παρά το γεγονός αυτό, οι εργάτες κινούνται ενστικτωδώς προς τη σωστή κατεύθυνση, οργανώνοντας απεργίες και διαδηλώσεις, εκλέγοντας απεργιακές επιτροπές και ούτω καθεξής.

Κεντρικό ρόλο στην οργάνωση του μαζικού κινήματος στο μαζικό κίνημα στη Γιανγκόν έπαιξε η FGWM – παλαιότερα γνωστή ως Ομοσπονδία Εργαζομένων Κλωστοϋφαντουργίας της Μιανμάρ. Η ηγέτης της FGWM, Moe Sandar Myint, έχει γίνει εξέχουσα προσωπικότητα κινήματος. Όπως εξήγησε σε συνέντευξή της στο ίδρυμα Thomson Reuters: «Οι εργαζόμενοι ήταν ήδη εξαγριωμένοι, είχαν ήδη κινητοποιηθεί… Απλώς χρειαζόταν κάποιον να ακολουθήσουν – και αυτός είναι ο λόγος που τόλμησα να ξεκινήσω την απεργία».

Εργαζόμενοι και συνδικαλιστές σε πολλούς κλάδους εντάχθηκαν στο κίνημα. Οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι γιατροί και οι δάσκαλοι έχουν απεργήσει, συμπεριλαμβανομένων ακόμη και ορισμένων αστυνομικών. Δικηγόροι, μηχανικοί, αγρότες, εργάτες έχουν επίσης συμμετάσχει στο κίνημα. Οι εργαζόμενοι στους σιδηροδρόμους έχουν ενταχθεί στο απεργιακό κίνημα και τα δρομολόγια των τρένων έχουν διακοπεί. Τα νοσοκομεία έχουν επίσης κλείσει και τα κυβερνητικά υπουργεία στην πρωτεύουσα, Νάι Πι Τάου, όπως των Οικονομικών, Ενέργειας κ.α δυσκολεύονται να παραμείνουν ανοιχτά, καθώς οι εργαζόμενοι τους απεργούν.

Οι απεργίες επηρεάζουν επίσης εταιρείες που ελέγχονται από το στρατό. Ένα ορυχείο χαλκού στη βόρεια περιοχή Sagaing, που ελέγχεται από το στρατό έχει παραλύσει μετά από τη μαζική αποχώρηση 2000 ανθρακωρύχων. Εκατοντάδες μηχανικοί και άλλοι εργαζόμενοι στη Mytel, εταιρείας τηλεπικοινωνιών που ανήκει εν μέρει στον στρατό, επίσης απεργούν. Πέντε χιλιάδες εργαζόμενοι στη Hlaing Tharyar, μια βιομηχανική περιοχή της Γιανγκόν, προσχώρησαν στο απεργιακό κίνημα, δηλώνοντας ότι θα συνεχίσουν την απεργία όσο η στρατιωτική Χούντα παραμένει στην εξουσία.

Οι εργαζόμενοι στις τράπεζες έχουν επίσης συμμετάσχει στο απεργιακό κύμα, συμμετέχοντας στο κίνημα πολιτικής ανυπακοής. Η KBZ, μια από τις μεγαλύτερες ιδιωτικές τράπεζες, αναγκάστηκε να κλείσει. Η κρατική τράπεζα της Μιανμάρ, η οποία καταβάλλει τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων, επηρεάστηκε επίσης σοβαρά από τις απεργίες.

Το 2007, κατά τη διάρκεια του κινήματος που ονομάστηκε «Επανάσταση του Σαφράν», υπήρξαν διαδηλώσεις στους δρόμους, αλλά δεν υπήρξε καμία εκτεταμένη απεργιακή κινητοποίηση με σαφή στόχο να χτυπήσει τα οικονομικά συμφέροντα του στρατού, όπως αυτή που βλέπουμε σήμερα. Το παρόν απεργιακό κύμα αντιπροσωπεύει ένα τεράστιο άλμα προς τα εμπρός στη συνείδηση των μαζών και δείχνει ότι έχουν βγάλει σημαντικά συμπεράσματα από προηγούμενες εμπειρίες.

Κατά την τελευταία δεκαετία, ένα νεαρό και μαχητικό συνδικαλιστικό κίνημα εμφανίστηκε στη Μιανμάρ μετά την άρση της απαγόρευσης των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Και ήταν αυτό το νέο και φρέσκο στρώμα εργαζομένων, μαζί με τους φοιτητές που κινητοποιήθηκαν πρώτοι ενάντια στο πραξικόπημα. Οι εργαζόμενοι δεν έχουν ξεχάσει ότι στα προηγούμενα στρατιωτικά καθεστώτα, τους στερήθηκε το δικαίωμα οργάνωσης και είναι αποφασισμένοι να μην επιστρέψουν σε εκείνες τις μέρες.

Η καταστολή οδηγεί στη μαζικοποίηση του κινήματος

Ο στρατός απάντησε στο κίνημα των εργατών και της νεολαίας με το μοναδικό τρόπο που ξέρει : ενισχύοντας την καταστολή. Έχουν κλείσει επανειλημμένα το Διαδίκτυο. Αυξάνουν επίσης τη βία στους δρόμους, χρησιμοποιώντας δακρυγόνα, πυροβολώντας με λαστιχένιες σφαίρες και ακόμη και με πραγματικά πυρά στο πλήθος οδηγώντας σε δεκάδες θανάτους.

Αλλά μέχρι στιγμής, η καταστολή είχε ως αποτέλεσμα να εξοργίσει ακόμη περισσότερο τις μάζες. Τη Δευτέρα, παρά την ολονύκτια διακοπή του Διαδικτύου, ξέσπασαν μαζικές διαδηλώσεις στη Γιανγκόν, παρά την ανάπτυξη βαρέων θωρακισμένων στρατιωτικών οχημάτων στους δρόμους καθώς και ειδικών δυνάμεων, όπως το 77ο τάγμα πεζικού, αποτελούμενο από στρατεύματα, διαβόητα για τη βαρβαρότητα τους εναντίον των εθνικών μειονοτήτων της χώρας. Αυτή είναι μια σαφής προειδοποίηση στις μάζες ότι, εάν συνεχίσουν, τότε θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν αιματοχυσία αντίστοιχη του 1988, όταν το στρατιωτικό καθεστώς σκότωσε χιλιάδες για να καταστείλει το κίνημα.

Και όμως οι διαδηλωτές παραμένουν στους δρόμους. Είναι σαφές ότι όλα τα μέτρα που έχουν ληφθεί μέχρι στιγμής δεν έχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Οι αρχηγοί του στρατού είναι συνηθισμένοι να διοικούν. Έχουν στρατιωτική νοοτροπία και για δεκαετίες είχαν τον πλήρη έλεγχο. Πίστευαν ότι με ένα πραξικόπημα θα μπορούσαν απλώς να ανακτήσουν αυτό τον έλεγχο. Δεν υπολόγισαν σωστά. Η κατάσταση αποκάλυψε ξεκάθαρα ότι έχουν μια πολύ μικρή βάση στην κοινωνία και μπορούν να βασίζονται μόνο στην στρατιωτική τους κατασταλτική μηχανή και στα λούμπεν στοιχεία. Αυτό αποκαλύφθηκε από το γεγονός ότι, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να τρομάξουν το λαό, απελευθέρωσαν 23.000 εγκληματίες με σκοπό να τους χρησιμοποιήσουν για να τρομοκρατήσουν τις μάζες. Σε ορισμένες περιοχές έχουν δημιουργηθεί επιτροπές άμυνας στις γειτονιές για την προστασία των κοινοτήτων και την αντίσταση στις απόπειρες του στρατού να συλλάβει ακτιβιστές.

Πως μπορεί το κίνημα να είναι νικηφόρο;

Το μαζικό κίνημα δυναμώνει κάθε μέρα που περνάει. Η καταστολή εναντίον των διαδηλωτών στις πόλεις Naypyidaw, Yangon, Mandalay, Magway και αλλού είχε το αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που επεδίωκε ο στρατός. Με καθαρά στρατιωτικούς όρους, το κράτος διαθέτει τους πόρους για να συντρίψει το κίνημα. Αλλά εδώ δεν έχουμε ένα ζήτημα στρατιωτικού συσχετισμού, αλλά ένα ζήτημα συσχετισμού ταξικών δυνάμεων και ηγεσίας.

Όπως είδαμε, οι εργαζόμενοι έπαιξαν βασικό ρόλο στην ανάπτυξη του κινήματος ενάντια στη Χούντα. Δυστυχώς, η πολιτική ηγεσία του κινήματος έχει μια άλλη ατζέντα, που είναι να περιορίσει το κίνημα στην απλή αποκατάσταση της ΑΣΣΚ στην κυβέρνηση. Κάποιοι ακόμη διολισθαίνουν στο δρόμο της προσπάθειας «διαπραγμάτευσης» με το καθεστώς. Αλλά όπως λέει και το ρητό «η αδυναμία προκαλεί την επιθετικότητα». Αυτό που χρειάζεται είναι μια γενική απεργία, σε συνδυασμό με ομάδες αυτοάμυνας, οι οποίες πρέπει να βρίσκονται υπό τον έλεγχο των εργατικών επιτροπών και των επιτροπών αγώνα στις γειτονιές.

Επιπλέον, θα πρέπει να υπάρξει ένα κάλεσμα προς τους φοιτητές και τους μαθητές να καταλάβουν όλα τα σχολεία και τα πανεπιστήμια. Οι αγρότες πρέπει επίσης να κληθούν να συμμετάσχουν στο κίνημα. Το κίνημα πρέπει επίσης να στείλει ένα σαφές μήνυμα στις εθνικές μειονότητες, καθιστώντας σαφές ότι λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες τους και είναι διατεθειμένο να αγωνιστεί για τα δικαιώματά τους.

Ωστόσο, εδώ βρίσκεται το πρόβλημα. Ο κεντρικός στόχος του κινήματος είναι η επαναφορά της ΑΣΣΚ στην εξουσία, αλλά αυτό αγνοεί το γεγονός πως είναι μία αστή πολιτικός που εκπροσωπεί τα συμφέροντα του ντόπιου και του διεθνούς κεφαλαίου και όχι τα συμφέροντα του λαού της Μιανμάρ. Είναι κατανοητό ότι ο λαός της Μιανμάρ υπερασπίζεται τη δημοκρατία. Οι μαρξιστές υπερασπίζονται επίσης τα δημοκρατικά δικαιώματα. Υποστηρίζουμε το δικαίωμα στην οργάνωση, τόσο των συνδικάτων όσο και των κομμάτων το δικαίωμα στην ελευθερία του λόγου, το δικαίωμα στην απεργία κ.ο.κ. Σε αυτό, οι μαρξιστές είναι ενάντια στη στρατιωτική Χούντα, αλλά δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε το NLD και την ΑΣΣΚ. Υποστηρίζουμε την ανεξάρτητη οργάνωση της εργατικής τάξης, ενάντια στο στρατό, αλλά και στους φιλελεύθερους αστούς.

Εάν η ΑΣΣΚ επανέλθει επιτυχώς στην εξουσία, θα ακολουθήσει μία πολιτική περικοπών και επίθεσης στο εργατικό κίνημα. Πρέπει να οικοδομηθεί επειγόντως μια εναλλακτική λύση που να βασίζεται στην εργατική τάξη. Το γεγονός ότι η εργατική τάξη δεν έχει μια επαναστατική ηγεσία ικανή να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων είναι ο παράγοντας που επιτρέπει στα γεγονότα να λαμβάνουν αυτή τη μορφή. Οι διαθέσεις και οι επιδιώξεις των εργατών και των ακτιβιστών του κινήματος διαφέρουν πολύ από αυτές των συνδικαλιστικών ηγετών. Ωστόσο, δεν υπάρχει ένα κόμμα που μπορεί να εκφράσει πολιτικά αυτές τις διαθέσεις.

Η εργατική τάξη θέλει να αγωνιστεί και πιέζει τους ηγέτες της σε αυτή την κατεύθυνση. Ωστόσο οι συνδικαλιστές ηγέτες περιορίζουν το εύρος του κινήματος και συνδέουν τα πάντα με το NLD, μετατρέποντας έτσι τους εργάτες σε ουρά της φιλελεύθερης αστικής τάξης. Το πολιτικό κενό που δημιουργείται με αυτόν τον τρόπο καλύπτεται από την AΣΣΚ και το NLD. Θα χρειαστεί χρόνος για μια διαφοροποίηση εντός του κινήματος. Προς το παρόν, η μόνη ιδέα που κυριαρχεί στη σκέψη των μαζών είναι ότι πρέπει να σταματήσουν το πραξικόπημα και να αποκαταστήσουν τη δημοκρατία. Θέλουν να αναγκάσουν το στρατό να υποχωρήσει μπροστά στο μαζικό κίνημα. Αυτό ωστόσο δεν είναι αρκετό για τη νίκη.

Ένα ανεξάρτητο κίνημα των εργαζομένων και των νέων είναι κάτι που φοβούνται, τόσο η ΑΣΣΚ και το NLD, όσο και οι στρατηγοί. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ενώ βρισκόταν στην κυβέρνηση η AΣΣK συνεργάστηκε με τους στρατηγούς. Αποδέχθηκε το Σύνταγμά τους και τα προνόμια τους. Αυτό σ’ ένα βαθμό συνέβη επειδή ο στρατός είναι ένας μεγάλος οικονομικός παράγοντας στη χώρα. Οι χουντικοί είναι οι ίδιοι οι καπιταλιστές. Ο μόνος πραγματικός τρόπος απομάκρυνσής τους από την εξουσία θα ήταν να αφαιρέσουν την οικονομική τους εξουσία και αυτό θα σήμαινε την απαλλοτρίωση όλων των εταιρειών του στρατού.

Το πρόβλημα για τους αστούς φιλελεύθερους είναι ότι ένα τέτοιο μέτρο θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο με την κινητοποίηση των εργατών, και εάν οι εργαζόμενοι κινητοποιηθούν για να πλήξουν τα οικονομικά συμφέροντα του στρατού, αυτό θα σήμαινε την εθνικοποίηση της μισής οικονομία της χώρας. Ένα τέτοιο κίνημα δεν θα σταματούσε με την απαλλοτρίωση της περιουσίας του στρατού, αλλά θα αμφισβητούσε τον καπιταλισμό στο σύνολό του.

Το κίνημα έχει αυθόρμητο χαρακτήρα. Οι μάζες εξακολουθούν να έχουν μεγάλες ψευδαισθήσεις για την αστική δημοκρατία, αλλά για τις μάζες η δημοκρατία δεν είναι μια αφηρημένη έννοια, αλλά ένα μέσο για να βελτιώσουν τη ζωή τους, για καλύτερους μισθούς και συνθήκες εργασίας, για δωρεάν παιδεία και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Ωστόσο ο καπιταλισμός που βρίσκεται σε βαθιά κρίση δεν μπορεί να προσφέρει μία τέτοια βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των μαζών.

Οι μάζες μαθαίνουν από την εμπειρία και θα χρειαστεί χρόνος για να εξαφανιστούν οι αυταπάτες που έχουν για την AΣΣK. Όσο η οικονομία αναπτύσσεται και το σύστημα μπορεί να προσφέρει θέσεις εργασίας, στέγαση κ.λπ. τότε μπορούν ακόμη και να ανεχθούν τη διαφθορά και τα προνόμια. Αυτό συνέβη σε κάποιο βαθμό τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης της AΣΣK. Αλλά όταν αρχίσουν οι επιθέσεις στο βιωτικό επίπεδο της εργατικής τάξης τότε οι ψευδαισθήσεις στην φιλελεύθερη αστική τάξη και την ΑΣΣΚ (αν επιστρέψει στην εξουσία) θα καταρρεύσουν.

Οι αγωνιζόμενες μάζες στη Μιανμάρ παλεύουν για την υπεράσπιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων, αλλά για να πετύχουν τους στόχους τους πρέπει να συνεχίσουν την επανάσταση τους μέχρι το τέλος, πράγμα που μπορεί να σημαίνει μόνο τον αγώνα για μια Σοσιαλιστική Ομοσπονδία της Μιανμάρ, που θα χρησιμεύσει ως φάρος στους εργαζόμενους ολόκληρης της περιοχής. Βλέπουμε τεράστια κινήματα στην Ινδία και την Ταϊλάνδη, τα οποία δείχνουν ότι ένα νικηφόρο κίνημα στη Μιανμάρ θα μπορούσε πολύ γρήγορα να εξαπλωθεί.

Συνοψίζοντας, αυτό που απαιτείται είναι μια τολμηρή έκκληση για μια γενική απεργία με στόχο την κατάρρευση του καθεστώτος. Είναι απαραίτητο να εξαπλωθούν οι απεργιακές επιτροπές σε όλους τους χώρους εργασίας, τις γειτονιές και τα χωριά. και να τα συντονιστούν σε περιφερειακό και εθνικό επίπεδο. Με αυτόν τον τρόπο το κίνημα θα αποκτήσει εθνική ηγεσία. Σε συνδυασμό με αυτό, είναι απαραίτητο να δημιουργηθούν ομάδες αυτοάμυνας στους χώρους εργασίας και τις γειτονιές.

Πρέπει επίσης να απαιτηθεί η κατάργηση του Συντάγματος του 2008 και η εκλογή μιας Επαναστατικής Συντακτικής Συνέλευσης, ως πραγματική έκφραση της βούλησης του λαού. Ταυτόχρονα, οι οργανωμένοι εργάτες στα συνδικάτα πρέπει να θέσουν σε κίνηση μια διαδικασία που προετοιμάζει την οικοδόμηση ενός ανεξάρτητου κόμματος της εργατικής τάξης. Χωρίς τη δική τους φωνή, οι εργάτες αναγκάζονται να ακολουθήσουν τους αστούς φιλελεύθερους, οι οποίοι θα τους προδώσουν μόλις επιστρέψουν στην εξουσία.

Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μάζες της Μιανμάρ, οι εργαζόμενοι, οι νέοι, οι αγρότες, οι εθνικές μειονότητες είναι ριζωμένα στην κρίση του καπιταλισμού σε παγκόσμια κλίμακα. Το επαναστατικό κίνημα που λαμβάνει χώρα σήμερα δεν μπορεί να περιοριστεί μόνο στα δημοκρατικά αιτήματα, αλλά πρέπει να προχωρήσει περισσότερο και να θέσει τα δικά του αιτήματα. Η λύση στο παρόν αδιέξοδο δεν μπορεί να βρεθεί σε καπιταλιστική βάση. Αυτό που χρειάζεται είναι η απαλλοτρίωση των μεγάλων καπιταλιστών, της στρατιωτικής ολιγαρχίας, των ξένων εταιρειών και ο δημοκρατικός σχεδιασμός της οικονομίας με βάση τις κοινωνικές ανάγκες.

Πηγή: www.marxist.com

* Στις 22 Φεβρουαρίου πραγματοποιήθηκε μία μαζική πολιτική γενική απεργία ενάντια στη Χούντα. Η απεργία παρέλυσε ολόκληρη τη χώρα. Μαζικές διαδηλώσεις πραγματοποιήθηκαν σε όλες τις μεγάλες πόλεις παρά την δολοφονική κρατική καταστολή. Σε αρκετές περιοχές, όπως στην πόλη Μονουά, οργανώθηκαν μαζικές λαϊκές συνελεύσεις με δεκάδες χιλιάδες συμμετέχοντες.